09 Μαρτίου, 2009

ΓΙΑ ΠΟΙΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΒΕΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ


1. Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΩΣ ΠΡΩΤΙΣΤΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Όπως είχα εντοπίσει στην προηγούμενη αναφορά, το πρώτο σκέλος μιας επαναστατικής θεωρίας κατά κανόνα αντιπαρατίθεται κριτικά με τα βασικά στοιχεία του συστήματος, που καλείται η επανάσταση να ανατρέψει. Κάτω από τον όρο "επανάσταση" εννοώ μια ριζική και εκ βάθρων ανατροπή του συστήματος.
Κατά συνέπεια, εάν δεν ορίσουμε με κριτικό τρόπο το σύστημα, αποτελεί ματαιοπονία η όποια προβληματική αναφορικά με την ανατροπή του. Από το τρόπο που το προσεγγίζουμε, προκύπτουν όχι μόνο οι αντιρρήσεις μας προς αυτό, αλλά και οι στόχοι που μπορούν να συγκροτήσουν μια διάδοχη κατάσταση.
Κάθε αφηρημένη έννοια συμπυκνώνει και σχηματοποιεί κάποια δεδομένα μιας πραγματικά υπαρκτής κατάστασης. Η πρόσληψη της εκάστοτε αντικειμενικής πραγματικότητας έχει κατά κανόνα υποκειμενικό χαρακτήρα. Το υποκείμενο είναι πάντοτε προσωπικό και υπόκειται στις ιδιαιτερότητές του, που δεν έχουν όλες κοινωνική αφετηρία. Το ζητούμενο δεν είναι καθόλου απλό: Εάν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, πρέπει να αποφεύγουμε αυτό που ονομάστηκε στην φιλοσοφία "Υποκειμενικός Αντικειμενισμός". Να στοχεύουμε δηλαδή να αναδείξουμε την υποκειμενική μας πρόσληψη σε αυστηρό και κατηγορηματικά ισχύον μοντέλο απόδωσης της πραγματικότητας.
Αυτή η αρρώστια, επενεργεί την μετατροπή της σκιάς μας σε δόγμα και αποτέλεσε μόνιμη γάγγραινα, όχι μόνο πλείστων όσων επαναστατικών θεωριών, αλλά σφράγισε ανεπανόρθωτα και πληθώρα κοσμοθεωριών.
Είναι επόμενο, η όποια θεωρητική επεξεργασία να εκπονείται από άτομα, ή έστω - εάν θέλουμε να εισάγουμε στην προβληματική και την έννοια της ουσιαστικής επικοινωνίας (ή "κοινωνίας" προσώπων, όπως το πράγματι δημιουργικό σχήμα που καθιέρωσε η σύγχρονη νεοορθόδοξη υπαρξιακή θεώρηση στην Ελλάδα) - από πρόσωπα. Με ποιό τρόπο θα ήταν δυνατόν, τα συμπεράσματα αυτής της διαδικασίας να αποκτήσουν κοινωνική ισχύ και επενέργεια στα πλαίσια μιας επαναστατικής διαδικασίας, παρότι αποτελούν εξ ορισμού προσωπικά πονήματα; Ποιές είναι οι αναγκαίες παράμετροι, που προτείνουν οι μέχρι σήμερα εκπονητές των επαναστατικών θεωριών του παρελθόντος, ούτως ώστε να αποκτά το προσωπικό πόνημα κοινωνικό χαρακτήρα και να μπορεί να συμβάλει στην συγκρότηση κοινωνικής οριοθέτησης στόχων και προοπτικής; Κρίνονται κάποιες από αυτές τις ιστορικά γνωστές παραμέτρους επαρκείς και αποδοτικά εφαρμόσιμες, για να εξακολουθούμε να επιχειρούμε την οικοδόμηση των επαναστατικών θεωριών στηριζόμενοι σε αυτές;
Το συγκεκριμένο ερώτημα είναι νομίζω ζωτικής υφής και δεν είναι δυνατόν να μην τίθεται συνειδητά, στη σημερινή φάση, που χαρακτηρίζεται από την ολοκληρωτική κρίση των ιδεολογιών.
Όλες οι θεωρίες παρουσιάζονται σήμερα σε τέτοιο ισχυρό βαθμό ανεπαρκείς, ώστε ασυνείδητα και σιωπηρά να τίθεται από την πλεοψηφία των ανθρώπων το ερώτημα, κατά πόσο είναι δυνατόν να συσταθεί εν τέλει μια επαναστατική ιδεολογία, που να μην αποτελεί εξωπραγματικό δόγμα, με αποτέλεσμα να οδηγεί σε καθεστώς ακόμη περισσότερο στρτεβλό, από αυτό που πρόσβλεψε να ανατρέψει.
Νομίζω ότι το πρώτιστο συμπέρασμα, που θα πρέπει να βγει από την πείρα του παρελθόντς, θα πρέπει να συνίσταται σε μια σχετικοποίηση της ισχύος της επαναστατικής θεωρίας. ΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΠΑΥΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΛΟΓΟ ΓΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΚΑΘΙΕΡΩΝΩ ΤΟΝ ΟΡΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ. Αυτή η επιλογή δεν αποτελεί βέβαια κάποια καινοτομία, στο βαθμό που άλλοι, πολύ σπουδαιότεροι, που ασχολήθηκαν με την συστηματική θεωρία της επανάστασης, από τον υποφαινόμενο, όπως π.χ. ο Γκυ Ντε Μπορ, ο Σαρλ Μπετελέμ και ο Κορνήλιος Καστοριάδης έδωσαν άλλο περιεχόμενο στον καθορισμό των σχετικών εννοιών και στοχεύσεων.
Ο λόγος, που ο υποφαινόμενος επαίρεται να συγκροτεί και να παρουσιάζει την δική του άποψη επί του θέματος, είναι η απλή Λενινστική επίγνωση, ότι "δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική θεωρία χωρίς επαναστατικό κίνημα". Στον βαθμό που εξέλιπαν οι μεγάλες αυτές μορφές από την ενεργό επαναστατική διαδικασία, αφήνοντας ως ζωντανή υποθήκη σους ώμους μας το άξιο θεωρητικό τους έργο και τις τομές που επιχείρησαν στα δρώμενα του παρελθόντος, είμαστε υποχρεωμένοι αποδεχόμενοι την τεράστια προσφορά τους, να την αξιοποιήσουμε δημιουργικά. Αυτό δεν συνεπάγεται την δογματική εφαρμογή των όποιων εντοπισμών και θεωρήσεων, με τον τρόπο που θα μπορούσε να εξαργυρωθεί μια επιταγή. Πρόκειται, σύμφωνα με τη δική μου θεώρηση, για δομικά στοιχεία και μελέτες, που επιζητούν μια νέα σύνθεση, που δεν μπορεί να περιρίζεται αποκλειστικά στην άκριτη αποδοχή τους. Η ολοκληρωτική αποδοχή αφορά αποκλειστικά το στοιχείο της έμπνευσης για δημιουργικότητα και δράση, με αφετηρία πάντοτε στην αυτόνομη ανάδειξη των εκάστοτε ανησυχιών και αναζητήσεων. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να εκπληρώνει μια επαναστατική θεωρία την ουσία που της αξίζει. Την ανατροπή των δομικών στοιχείων του συστήματος και μέσα σε μια προοπτική την ανατροπή ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΤΗΣ. Γιατί δεν παύει και αυτή να έλκει την γενεσιουργό της αιτία από το σύστημα. Στο ποσοστό που αυτή αποτελεί πρόταση δεν αξιώνει καμία ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΙΣΧΥ, ούτε τίθεται αντιθετικά προς τις άλλες προτάσεις. Φιλοδοξεί να αποτελέσει στοιχείο στην διαδικασία της κοινωνικής σύνθεσης. Διότι το μερικό αποκτά λειτουργικότητα, μόνο στο βαθμό που δίναται να συντίθεται με τα άλλα μέρη, στην στόχευση μιας αποδοτικής οργανικής συγκρότησης του όλου.
ΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΕΝΝΟΙΑ, ΦΡΟΝΩ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΘΕΙ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΟΔΟΣ, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ, Η ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΙΑΜΕΤΡΙΚΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΕΠΑΤΗΜΕΝΗ.
Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΕΝ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ ΣΥΝΕΧΗ ΧΩΡΙΣΜΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΕΜΑΧΙΣΜΟΥ, ΑΛΛΑ ΤΟΥΝΑΝΤΙΟΝ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΕΝΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ ΣΤΗΝ ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ.
Η θετική επιστήμη, ως προϊόν του θετικισμού και του ρασιοναλισμού, αναζήτησε τη εξεύρεση της γνώσης μέσω της διαδικασίας του τεμαχισμού. Η ανατομία αποτέλεσε την οδό διείσδυσης στα εσωτερικά δεδομένα των ζωντανών οργανισμών. Το μικροσκόπιο ήταν το σημαντικότερο όργανο στην επιστημονική έρευνα. Η κατάτμηση της ύλης επιχειρήθηκε και με μεθόδους πέραν των φυσικών, στη διαδικασία της εξερεύνησης των δομών της. Ως αντίστοιχο μαθηματικό οικοδόμημα αναπτύχθηκε η ανάλυση. Η διάσπαση του ατόμου στάθηκε η μοιραία μέθοδος για τη δημιουργία των υπερόπλων και της "πρωτοποριακής" παραγωγής ηλεκρτικής ενέργειας.
Η μέθοδος της κατάτμησης οδήγησε στις κοινωνικές θεωρίες στην ανάλυση των κοινωνικών δεδομένων με βάση την κατάτμηση της κοινωνίας σε τάξεις. Κάποιες από αυτές χαρακτηρίστηκαν ντε φάκτο προοδευτικές, άλλες ντε φάκτο αντιδραστικές και άλλες ενδιάμεσου χαρακτήρα και αμφίδρομες. Οι προοδευτικές τάξεις κατατμήθηκαν σε πρωτοπορεία και μάζα. Η πρωτοπορεία κατατμήθηκε σε καθοδήγηση, στελέχη και απλά μέλη. Η καθοδήγηση κατατμήθηκε σε "μεγάλο ηγέτη" και παραγιούς. Η κατάτμηση περιέχει στο ίδιο της το σκεπτικό τον ολοκληρωτισμό. Ένας διαχωρισμός των πραγμάτων με κριτήρια αξιολόγησης, αποτελεί Μανιχαϊσμό. Διαχωρίζει σε καλά και λιγότερο καλά, σε ερίφια και σε πρόβατα, δημιουργεί ιεραρχία και επιβάλει εξουσία. Η εξουσία δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε δόγματα. Διότι το καλό είναι σύμφωνα με τα εξουσιαστικά κριτήρια, θέσει καλό και όχι φύσει καλό. ΔΙΟΤΙ ΦΥΣΕΙ ΚΑΛΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ, ΚΑΘΟΤΙ ΟΥΔΕΝ ΚΑΚΟΝ ΑΜΕΙΓΕΣ ΚΑΛΟΥ.
Ή ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΡΗΣΗ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ: "ΤΑΥΤΟΝ ΤΟ ΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗ ΟΝ". Αυτή η ρήση αποτελεί κατά τη γνώμη μου τον πυρήνα της μεγαλύτερης ανατροπής που εκφράστηκε ποτέ από σοφό. Μετά από αυτή ακολουθεί ίσως η παραίνεση του Βούδα προς τους μαθητές του, ως στερνή επιταγή τη στιγμή που ξεψυχούσε: " Σκοτώστε με!"

2. ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΑΞΙΩΣΑΝ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΟΥΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΧΗ ΣΤΗΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ (ΑΤΟΜΙΚΗ) ΠΡΟΣΛΗΨΗ.
----------------------------------------------------------------------------------------------
Συνεχίζεται...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Συμφωνώ ότι είναι επιτακτική η ανάγκη ρεαλιστικής ανασκόπησης των επαναστατικών θεωριών. Η επικαιρότητά τους έχει παρέλθει και γι’αυτό σήμερα δείχνουν –περισσότερο από ποτέ- μη ρεαλιστικές. Δεν παύουν φυσικά να αποτελούν θεωρητικές πλατφόρμες, με πολύ χρήσιμα στοιχεία. Η πρακτικής τους αξία όμως –έτσι όπως διατυπώθηκαν τότε- είναι σήμερα σχεδόν μηδενική.

Μια πιο λεπτομερής ματιά στη φυσιολογία των θεωριών αυτών, μας δείχνει τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που τις διαμόρφωσαν. Θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι οι θεωρίες αυτές δεν επηρεάστηκαν από τις κρατούσες τότε πολιτικό-οικονομικές περιστάσεις. Και μιλώντας για επαναστατικές θεωρίες, πάμε αναπόφευκτα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όπου θα βρούμε την απαρχή των σημαντικότερων εξ αυτών. Μια εποχή με κάποιες σατανικές ομοιότητες με τη σημερινή, όπου η εκβιομηχάνιση της Ευρώπης και η άκρατη φιλελευθεροποίηση, δημιούργησε το υπόβαθρο –σαν αντιστάθμισμα όλων αυτών- της γέννησης των επαναστατικών θεωριών. Με μια κάπως αυθαίρετη όσο και αναγκαία απλούστευση, θα μπορούσαμε, χωρίς να διαπράξουμε σοβαρό σφάλμα, να θεωρήσουμε τον μαρξισμό σαν αφετηρία των επαναστατικών ιδεών της εποχής. Δεν υπήρξε πιο καταλυτική θεωρητική βάση από τις ιδέες του Μαρξ, που λίγο ως πολύ επηρέασαν όλες τις σχετικές θεωρίες. Εκεί λοιπόν θα υπάρξει μια βασική διαφοροποίηση των επαναστατικών θεωριών σε ¨αναρχικές¨ και ρεπουμπλικανικές. Ο διαχωρισμός αυτός αν και εκ πρώτης όψης φαντάζει ιδεολογικός, ήταν στην ουσία καθαρά κοινωνικός. Κοινωνικός από την άποψη ότι η εκάστοτε κοινωνία –αρχικά προσδιοριζόμενη γεωγραφικά και έπειτα εθνικά- υιοθετούσε το ¨μοντέλο¨ που ανταποκρίνονταν καλύτερα στις καταβολές της.

Έτσι στην Αγγλία και τη Γερμανία με πιο εδραιωμένο το κοινοβουλευτικό κεκτημένο –πολύ περισσότερο στην Αγγλία και αρκετά ισχυρό αν και νεοφανές στη Γερμανία-, οι θεωρίες που επικράτησαν ήταν ρεπουμπλικανικού χαρακτήρα –ο όρος αν και όχι απόλυτα ακριβής μου φαίνεται λιγότερο αδόκιμος από το ¨κοινοβουλευτικού¨. Στις χώρες αυτές, εμφανίζεται η ανάγκη της κατάληψης της εξουσίας από ένα σοσιαλιστικών προδιαγραφών κόμμα, που είτε θα εγκαθίδρυε την ¨δικτατορία του προλεταριάτου¨ (Γερμανία), ή θα συνέχιζε την εξουσιαστική διαδικασία με νέους όρους (Αγγλία). Βλέπουμε λοιπόν τις έννοιες ¨κόμμα¨ και ¨εξουσία¨ να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο κι αυτό ήταν απόλυτα ρεαλιστικό, με τις συνθήκες που επικρατούσαν στα κράτη αυτά.

Στον αντίποδα –και πάντα σε αναλογία με τις εσωτερικές δομές του κάθε κράτους- στη Γαλλία λόγω της ελλιπής κοινοβουλευτικής εμπειρίας και μερικής μόνο βιομηχανοποίησης της –ήταν ακόμα μια αγροτική χώρα με μερικά και διασκορπισμένα ανά την επικράτεια μικρά βιομηχανικά κέντρα- ο Προυτόν και αργότερα ο Μπλάνκι κινήθηκαν στην κατεύθυνση των μικρών συνεργαζόμενων συντεχνιών που ήδη υπήρχαν, χωρίς κεντρική εξουσία και χωρίς ένα οργανωμένο σοσιαλιστικό κόμμα. Στη Ρωσία, η παντελής έλλειψη κοινοβουλευτικού βίου, ώθησε τον Μπακούνιν σε ένα φεντεραλιστικό σύστημα χαλαρής ένωσης ανεξάρτητων ομάδων, με απώτερο σκοπό την κατάργηση ή έστω τον περιορισμό στο ελάχιστο της κεντρικής εξουσίας και την υπαγωγή των μέσων παραγωγής στον έλεγχο των εργατών. Στη συνέχεια βέβαια με την καθιέρωση του κοινοβουλευτισμού στη Γαλλία, θα επικρατήσει ο Ζορές με σαφώς ρεπουμπλικανικό –τύπου Αγγλίας- σχήμα. Ακόμα και στη Ρωσία μετά την επανάσταση του 1905 –πρώτο υποτυπώδες σύνταγμα και Δούμα- εμφανίζεται ο Λένιν κι αυτός με γερμανικού τύπου μαρξιστικές ιδέες.

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι ιδέες γενικά που επικράτησαν, έπρεπε να έχουν κοινωνική αντιστοιχία και μάλιστα να μπορούν να προσαρμόζονται, ανάλογα με τις επιρροές που δέχονταν οι πλατιές μάζες από τη μετεξέλιξη των κοινωνιών τους. Με αυτή την αρχή θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε ρεαλιστικά μια σημερινή επαναστατική πρόταση. Η δεκτικότητα των κοινωνιών στις επαναστατικές ιδέες, έχει ένα συντελεστή ανοχής που διαμορφώνεται –κατά τη γνώμη μου- περισσότερο από πρακτικές παραμέτρους της ζωής του και λιγότερο από ιδεοληψίες.

Περιορίστηκα επίτηδες χρονικά στην περίοδο αυτή, καθώς όπως προείπα βλέπω κάποιες σοβαρές ομοιότητες με το –ευρωπαϊκό, αλλά και το ελληνικό ειδικότερα- σήμερα, τηρουμένων βέβαια κάποιων αντικειμενικών αναλογιών. Η δε αναφορά μου μόνο σε συγκεκριμένες χώρες είναι για θέμα οικονομίας και μόνο, καθώς θεωρώ τα παραδείγματα ενδεικτικά.

Σπύρος.