13 Νοεμβρίου, 2007
AGURIA AND NEW ECONOMY - Αναδημοσίευση από το "The NASA Journal of special think tanks for a better space discovery"
ΜποΣτοΠελ, "Ορθοπεταλιά προς την ευτυχία"
Αυτό που μού έλιψε πριν από κάθε τι από τη μέρα που πήρα το σκληρό διάβα της μετανάστευσης, ήταν ο μανάβης της γειτωνιάς μου. Όχι μόνο για το καλό, φρέσκο και φτηνό πράγμα που σέρβιρε από τα καφάσια του. Ο κύριος Τάκης ήταν κάτι περισσότερο από μανάβης. Άν δεν πέθαινε ο γέρος τόσο νωρίς με αποτέλεσμα να υποχρεωθή ο Τάκης να αναλάβη το μαγαζί σε νεαρή ηλικία, σίγουρα στη συνέχεια θα γινότανε καθηγητής φιλοσοφίας. Αυτό ήτανε και το μεγάλο του πλεονέκτημα, που συνέβαλε και στην επιβίωση του μανάβικου στην δύσκολη εποχή των σούπερ μάρκετ. Διότοι πελάτες τον προτιμούσαν όχι μόνο για τις πατάτες του, αλλά και γιά να ακούσουνε κομμάτι, γιατί με βάση τη θεωρία του Αϊνστάιν όλα είναι σχετικά.
Ο κύριος Τάκης δεν ήταν απλά βαθύς γνώστης του Υπαρξισμού αλλά και σουρρεάλα επιπέδου. Πολλά του χρωστώ για τον πράγματι επιστημονικό τρόπο που βλέπω τον κόσμο. Κάνανε, μου είχε πεί τότε, τα κουρεία φιλοσοφικά εργαστήρια. Αδίκως φίλε μου. Γιατί από πού νομίζεις ότι βγήκανε τόσα σπουδαία ρητά όπως "πίσω έχει η αχλάδα την ουρά", "όπου ακούς πολλά κεράσια πάρε και μικρά καλάθια", "η ζωή είν΄ένα αγγούρι", "σπουδαία τα λάχανα"; Αυτά είναι ρητά μανάβικου, επέμενε ο κύριος Τάκης. Μου γεμίσανε τη βουλή δικηγόρους και πολιτικούς μηχανικούς. Βάλτε και κανένα μανάβη ρε, να δη ο τόπος άσπρη μέρα, φώναζε, αποφεύγοντας κάθε άλλη φτηνιάρικια προβολή των προϊόντων. Ίσως συχνά να υπέρβαλλε. Στην ουσία είχε όμως δίκιο.
Για μένα αποτέλεσε ψυχολογικό σοκ, όταν σε κάποιο ταξείδι μου στην πατρίδα είδα το μανάβικο κλειστό. Αυτό δεν ήταν πλήγμα μόνο για τη διάθεση οπωρολαχανικών. Ήταν πλήγμα για τη θεραπεία της φιλοσοφίας στη μείζωνα περιφέρεια. "Τί έγινε;" ρώτησα. "Συνταξιοδοτήθηκε", μου απάντησαν. Τόσα παιδιά έχει, σκέφτηκα. Δεν βρέθηκε ένας από αυτά να αναλάβη το κατάστημα;
Μεγάλη ευτυχία αιστάνθηκα όταν τον συνάντησα πρόσφατα σε τυροπιτάδικο, που αν είχα μπεί σε καλύτερο δρόμο, μπορεί να ήταν σήμερα και δικό μου.
"Καλωσόρισες ρε μπαγάσα Μποστοπέλη", με χαιρέτησε ο κύριος Τάκης. "Μου έλιψες, γιατί έδονες βάση στην πενιά, είσαι και συ φιλόσοφος παιδί", συμπλήρωσε.
"Γιατί τόκλεισες", ρώτησα. "Τα παιδιά τι κάνουνε, δε βρέθηκε κανείς να το αναλάβη;"
"Άσε ρε παίδαρε, άλλαξε ο κόσμος. Καλά κάνουνε τα παιδιά. Τραβάνε το δικό τους δρόμο. Τι θέλεις να κάνουνε δηλαδή; Εμείς τότε δίναμε πρώτο πράμα. Σήμερα δεν μου κάνει καρδιά να τα βάλω να πλασάρουνε εισαγόμενο ραδίκι, χωρίς θρεπτική αξία, που μόλις το φας πας στο μέρος. Αφού τη ριμάξαμε τη γή μας, δεν την καλλιεργούμε πια. Με τον τέταρτο είχα πολλά προβλήματα, αλλά συν τω χρόνω τα ξεπέρασε. Σήμερα είναι και το πρώτο όνομα μέσα στην αγορά."
"Χαίρομαι κύριε Τάκη που πάνε όλα καλά", του είπα. "Πες κι άλλα για τα παιδιά, ξέρεις πόσο τα αγαπούσα".
"Να ο πρώτος πουλάει φωτοβολταϊκά. Κονομάει σου λέω, όχι παραμύθια, και ξύπνα χαράματα και φόρτωνε καφάσια και πέτα και τα μισά γιατί η κυρία το πιάνει το πράμα και της φαίνεται μαλακό, όπως εμείς. Αφού τα χωράφια τα μπλαστρώνουνε με φωτοκύτταρα, τι να κάνη το παιδί; Εμείς παλιά, όταν λέγαμε ενεργήθηκα, εννοούσαμε άλλο πράμα. Σήμερα σου λέει ενέργεια. Σφάζονται άνθρωποι, το καταλαβαίνεις;"
"Μπράβο. Και ο δεύτερος τι κάνει;" ρώτησα.
"Ααααααααα,......ο Λούλης; Πάντα αυτό το παιδί ήτανε καπάτσο. Προικισμένος σου λέω. Εύστροφος, νταής, πολύ δυνατό αυτό το παιδί. Έγινε χασισέμπορας. Και μη βάλη τίποτα κακό το μυαλό σου. Μη νομίζεις ότι την έχει στήσει στο πεζοδρόμιο. Μεγαλέμπορας μοιλάμε. Μέχρι και εξαγωγές κάνει. Φέρνει συνάλλαγμα, πληρώνει το κράτος συντάξεις. Και είναι και πολύτεκνος σαν εμένα. Γεννάει νέους ανθρώπους, την ελπίδα του αύριο. Και μην ακούς διαδόσεις. Δεν στέλνουνε λέει τα παιδιά στο σχολείο. Πλάκα μας κανουνε; Τί φροντηστήρια θές, τι ξένες γλώσσες, τι μπαλέτα, τι πιάνα, όλα σου λέω. Όλα. Αλλά ξέρεις ότι κοστίζουνε αυτά τα πράγματα. Ο Λούλης όμως τα φέρνει βόλτα. Έχει βγάλει και δυό τρείς γυναίκες στο δρόμο και συμπληρώνει. Η οικογένεια είναι μεγάλο πράμα", απάντησε με χαμόγελο, που άφησε να φανή και το χρυσό του δοντάκι.
"Και με τον τρίτο, πώς πάνε τα πράγματα;" ρώτησα.
"Ξέρεις", μου λέει, " τη σήμερον ημέρα γεμίσαμε εγκληματικότητα. Αυτό το παιδί από μικρό έβλεπε πολύ Ράμπο στην τηλεόραση. Έγινε σεκουριτάς. Έτσι ρε παιδί μου για να μπορή να κοιμάται ήσυχος ο κόσμος το βράδυ. Τώρα συζητάει κι ένα πολύ καλό συμβόλαιο για το Ιράκ".
"Τα συχαρήκια μου, κύριε Τάκη!" αναφώνησα. ¨Πού είχατε όμως τα προβλήματα με τον τέταρτο;"
"Άσε είχε την παλαβή ιδέα η μάννα του να γίνη ο μικρός νεκροθάφτης. Νόμιζε ότι είναι το επάγγελμα του μέλλοντος. Πολλά τα δηλητήρια σου λέει, μεγάλη η μόλυνση, ράτζα από δώ, φακελλάκια από κει, ένοπλες ληστείες πάρα πέρα, κάτι και τα μικρόβια που διαφεύγουνε από τα λαμπόρ, είχε δίκιο η γυναίκα. Έλα όμως που ο μικρός έβλεπε μόνιμα τέρατα και βρυκόλακες στην τηλεόραση; Του την έδωσε λοιπόν και αποφάσισε να γίνη Τσόμπι. Πήγε στα καμένα και έψαχνε για πτώματα. Τι νάβρη όμως; Εκεί δεν έχει μείνει οργανισμός ούτε και πεθαμένος. Το βράδυ κίταζε το φεγγάρι και σεληνιαζότανε, ούρλιαζε. Μετά σάλταρε περισσότερο. Πήρε ένα ρόπαλο και έσπαγε μπετά. Έλεγε ότι κάνει χωροταξικό σαφάρι. Ευτυχώς όμως η μάνα του τον έσωσε. Περνώντας από τα καμένα είδαμε να κατασκευάζουν την Ιονία Οδό. Τον βάλαμε στις παρυφές της να πουλάη προφυλακτικά. Και μπήκε σε σειρά το παιδί, κονομάει λέμε κάργα".
"Καλά κυρ΄Τάκη τρέχει τόσο πολύ το προφυλακτικό;" ρώτησα.
"Αφελής είσαι, ή κάνεις τον αφελή;" είπε ο κ. Τάκης. "Δεν βλέπεις ότι όλοι κυκλοφορούν με τις τσέπες γεμάτες προφυλακτικά; Παλιά όταν πηγαίνανε για καφέ αφήνανε πάνω στο τραπέζι τα τσιγάρα και το κινητό. Τώρα ακουμπάνε δίπλα και καμιά δεκαριά προφυλακτικά. Πολύ τα ανοίγουνε και τα αφήνουν να κρέμονται από τις τσέπες τους. Οι πιο φανατικοί τα δένουνε στο λαιμό τους για γραββάτα. Και οι κουλτουριάρηδες, όσοι σκαμπάζουνε από τέχνη, τα φουσκώνουνε και μετά τα τρυπάνε γι΄ν΄ακούσουνε το μπάμ. Μάλιστα τελευταία τα γκαρσόνια στα μπαρ, όταν τους τελειώνουνε τα ψιλά, επιστρέφουν τα ρέστα σε προφυλακτικά. Πώς να μην τρέξη λοιπόν το εμπόρευμα; Πολλοί οδηγοί αγοράζουνε τα μεγάλα μεγέθη και τα περνάνε στο κεφάλι τους για σκουφί".
"Και προς τι όλα αυτά τα μασκαριλίκια;" ρώτησα.
"Να, το κάνουν για να κρατάνε τα προσχήματα", απάντησε ο σοφός μανάβης. "Αφού δεν έχει πια κανείς στήση...Μεγάλο το πρόβλημα φίλε μου..."
"Και σύ πώς πάς;" ρώτησα
"Ποιός ρε ο Τάκης ο αγγούριας;" είπε θυμωμένα ο συνομιλητής μου. " Ξέρεις τι θηρίο ανήμερο είμαι εγώ; Μόνο που μου κοστίζει ένα σωρό λεφτά. Πληρώνω μια γυναίκα δυό φορές την ημέρα. Πηγαίνω στο Καπί και βλέπω τσόντα στον υπολογιστή. Και επειδή δεν ξέρω να τον ανοίγω, την πληρώνω να μου τον ανοίγη και να μπαίνη στη σελίδα."
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου