22 Φεβρουαρίου, 2009

ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ - ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 27


Το διήγημα "Εσταυρωμένος - Κωνσταντινουπόλεως 27" είναι το πρώτο της τετραλογίας "Οι δρόμοι της κουκούλας".
Η μεταφυσική ενασχόλιση με το πρόσωπο, είναι σύμφωνα με την σχολή των σύγχρονων υπαρξιστών θεολόγων στην Ελλάδα, αυτό που έχει σφραγίσει την ανήσυχη θεολογική αναζήτηση στη χώρα μας. Η έννοια του προσώπου, από αυτή τη σκοπιά, είναι αυτό που εν τέλει συνιστά την οντολογική υπόσταση του Θείου και του ανθρώπινου. Αποτελεί, μέσα από αυτό πρίσμα ειδωμένο, το επικάλυμμα του προσώπου, μια απεγνωσμένη απόπειρα κάποιων ανθρώπων να αποφύγουν την πραγματικότητα του "κατ' εικόνα", απομακρυνόμενοι καθημερινά βάναυσα από το "καθ' ομοίωσιν";
Με μια ενδοσκόπηση, που επιχειρεί με την αντανάκλαση κοινωνικών δεδομένων, όπως τα έζησα και όπως τα άκουσα από τις διηγήσεις των παλιότερων, επιχειρώ να καταθέσω μια άποψη για το θέμα της κουκούλας, απέναντι στους φίλους αναγνώστες, ανατρέχοντας νοητά στην κατά καιρούς εμφάνιση της στους δρόμους την Αθήνας.


ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 27

Αφιερωμένο στον "νοων...νοειτω". Γιατί αυτή η Γης έχει μέλλον.

Η βροχούλα που έπεσε, άδολη και απαλή, ήταν σαν μια προαναγγελία της άνοιξης, στους πονεμένους δρόμους της πόλης. Ποιός θα ερχόταν στην ιδέα να γιορτάσει απόκριες μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα; Ναι μεν, οι απάνθρωπες μέρες της κατοχής ανήκαν στο παρελθόν και αυτός ο δύσκολος και αιματηρός Δεκέμβριος είχε περάσει. Το αίμα που χύθηκε τότε και οι καταστροφές που τραγικά εκτυλίχτηκαν, προερχόντουσαν από την πολεμική παρουσία των ξένων. Και οι Γερμανοί και οι Άγγλοι έστελναν τον κοσμάκη στον άλλο κόσμο με αυστηρή ψυχρότητα της στρατιωτικής πειθαρχίας. Εξ άλλου αυτοί ανήκαν σε προηγμένους, βιομηχανικούς Ευρωπαϊκούς λαούς. Γνώριζαν τι εστί βιομηχανική πειθαρχία και ήταν σε θέση να πραγματοποιούν και την πειθαρχημένη, την βιομηχανική εξόντωση ανθρώπων, που οι ανώτεροί τους είχαν χαρακτηρίσει εχθρούς. Αλλά και οι δικοί μας δεν είναι καλύτεροι. Για να μην πω ότι είναι τρεις φορές χειρότεροι. Αυτοί εξόντωναν ανθρώπους, που τους ήταν ξένοι. Οι κυβερνήσεις τους τούς έλουζαν κάθε μέρα με την προπαγάνδα της ανωτέρας φυλής και το αναγκαίου και λογικού προβαδίσματος των προηγμένων. Ή θα μπορούσε να συγκριθεί ένας Άγγλος με τους κάφρους των αποικιών;
Τώρα όμως ο αέρας μύριζε μια ακόμη χειρότερη δυσοσμία. Γιατί το αίμα που είχε αρχίσει να χύνεται ήταν αδελφικό. Η Τασία γνώριζε από αυτά που έζησε μέσα στό ίδιο της το σπίτι, ότι αυτά έστω και εάν έμοιαζαν με νέες συμφορές, οι ρίζες τους προϋπήρχαν στο άμεσο παρελθόν. Δεν μπορούσε βέβαια, δεν είχε λόγο να διαμαρτύρεται. Γιατί όταν άντρακλες ολόκληροι έπεφταν νεκροί από την πείνα και όταν εκλυπαρούσαν στους δρόμους τα παιδάκια με τις κοιλιές πρισμένες για ένα κομμάτι ψωμί, στο σπίτι της δεν έλειψε τίποτε. Όχι μόνο τα αναγκαία για την επιβίωση. Μέχρι και κρέας τους κουβάλαγε ο Κώστας, ο άντρας της. Πάντοτε όμως μεγειρεμένο. Γιατί οι μυρωδιές από το μαγείρεμα, θα μπορούσαν να προδώσουν στους γείτωνες το μυστικό του.
Συχνά άφηναν τα παιδιά τους θεονήστικα επίτηδες. Δεν μπορούσαν να τα αφήνουνε να γυρνάνε πάντοτε ταϊσμένα, όταν η υπόλοιπη γειτωνιά έλεγε το ψωμί ψωμάκι. Και αυτά δεν μπορούσε ο Κώστας να κρατάει πάντοτε κλεισμένα μέσα. Οι απειλές του Κώστα, ότι είχε συγκεκριμένες πληροφορίες, πως θα γινόντουσαν στην περιοχή επισόδεια και θα πέφτανε πυροβολισμοί, απόδωσαν μόνο στην αρχή. Στην πορεία κατάλαβαν τα παιδιά, ότι αυτά ήταν προφάσεις για να μην βγουν έξω και στη συνέχεια, όποτε εβρισκαν ευκαιρία, ξεπόρτιζαν. Και η ίδια δεν άντεχε να μην τα αφήνει να βγουν λίγο, παρά τις κατάρες και τις απειλές του Κώστα.
-Αφού επιμένεις άστα, της είχε πεί. Αλλά άφηνέ τα νηστικά πότε-πότε, για να κλαίγονται μαζί με τα άλλα, για να μην προδοθούμε.
Ο Κώστας ήξερε τελικά όλα τα τεχνάσματα για να προφυλάσσεται. Αν είναι δυνατόν, να συνέβαινε κάτι άλλο. Αφού αυτή ήταν η δουλειά του από μικρό παιδί. Από τότε που τον έστειλε ο γέρος από το χωριό, στο θείο του τον Νικόλα. Σ' αυτόν είχε στείλει κατόπιν και τον μικρότερο. Τον μεγάλο τον κράτησε ο θείος στην ταβέρνα, για να βοηθάει. Για τον μικρό όμως δεν είχε απασχόληση. Σκέφτηκε να τον βάλει και αυτόν στην κουζίνα. Αλλά το κουζινάκι ήταν μικρό και δούλευαν ήδη δυο μέσα. Πατείς με πατώ σε. Και οι πελάτες έρχονταν για φαγητό το μεσημέρι, όλοι την ίδια ώρα. Υπήρχαν και οι καλοί. Αυτοί που άφηναν παρά και ήθελαν και το ιδιαίτερο. Τα ζεσταμένα, που είχαν ετοιμαστεί από το πρωί, ήτανε να τους τα δώσεις πρώτο πιάτο. Μετά θέλανε και της ώρας. Και αυτά για να ετοιμαστούνε, απαιτούν άνεση χώρου και όχι συνωστισμό στην κουζίνα.
Έτσι ο Μπαρμανικόλας αποφάσισε να αποτανθεί για την αποκατάσταση του μικρού στον κύριο Τάκη. Τι εξαιρετικός άνθρωπος ήταν αυτός! Αριστοκρατικός, ευγενέστατος, ευκατάστατος, αλλά πάντοτε μετρημένος. Λες και κάθε φορά μέτραγε τις θερμίδες, που περιείχε το πιάτο. Ποτέ δεν έτρωγε μια μπουκιά λιγότερο, ή περισσότερο. Ούτε και δήλωνε προτιμήσεις. Κάθε φορά που έμπαινε στο μαγαζί, χαιρετούσε με ευγενικό χαμόγελο και ρώταγε: "Τι καλό έχουμε σήμερα κύριε Νικόλα"; Ότι και να απάνταγε ο θειός, αυτός έλεγε "βάλτο, να το δοκιμάσουμε". Ο Νικόλας είχε καταλάβει ό κύριος Τάκης σίγουρα θα είχε προτιμήσεις. Όμως τις κράταγε για τον εαυτό του. Ήταν κι αυτή μια γνώση, που είχε αποκτήσει στο μαγέρικο. Υπήρχε ακόμη και ο άνθρωπος, για τον οποίο ο αυτοέλεγχος ήταν πιο σημαντικός από τις ορέξεις.
Τον πλησίασε ένα απόγιομα ενώ ο κύριος Τάκης βρισκόταν στη χώνεψη πίνοντας το μόνιμο καφεδάκι και του είπε το και το. "Ο μικρός είναι καλό παιδί. Όπως και ο μεγαλύτερος που μαζεύει τα πιάτα, είναι του αδελφού μου, του Ανέστη που είναι στο χωριό. Πολλά τα παιδιά ο φουκαράς και λίγα τα χωράφια. Μου τον έστειλε και αυτόν για δούλεψη εδώ, αλλά που να τον βάλω";
-Κατάλαβα, είπε ο κ. Τάκης. Ήταν μεν ευγενικός, αλλά δεν συνήθιζε τα πολλά λόγια. "Θα δω τι μπορεί να γίνει", απάντησε. Θα σου πω σε κανα δυο μέρες.
-Ε να, αν μπορούσε να πάει δίπλα σε κανένα μάστορα, έτσι για την τέχνη. Δεν χρειάζεται να του δίνει πολλά χαρτζιλίκια. Μπορώ να τον κοιμίζω στο σπίτι και γώ. Έχω χώρο. Και δόξα το θεό η κουτάλα μας βγάζει νόστιμο πράγμα. Νάστε καλά οι πελάτες μας, μπορώ να το φροντίσω όσο χρειαστεί το παιδί. Μέχρι νάβρει το δρόμο του, συμλήρωσε ο Νικόλας με ύφος ιεράς εξομολογήσεως, για να θέσει σε κίνηση τη συμπόνοια του συνομιλητή.
-Εντάξει κύριε Νικόλα, να δούμε τι μπορεί να γίνει, είπε ο κύριος Τάκης, με το γνωστό του χαμόγελο, που δήλωνε πάντοτε κάτι σαν κατανόηση και θλίψη.

Μπαίνοντας μέσα στο μαγαζί, ετούτη τη φορά την μεθεπομένη, ο τρόπος που κοίταξε ο κύριος Τάκης τον Μπαρμπανικόλα, άφηνε να εννοηθεί, ότι κάτι συγκεκριμένο είχε προκύψει. Αντί την πάγια ερώτηση, απηύθυνε προσωπικό χαιρετισμό στον μαγαζάτορα.
Ο κύριος Τάκης, αν και επισκεπτόταν το μαγέρικο πάντοτε περασμένο απόγευμα, δεν έπινε ποτέ. Παρ' όλα αυτά, ο Μπαρμπανικόλας μαντεύοντας το χαρμόσηνο μαντάτο, τον καλωσόρισε ρωτώντας τον ευδιάθετα: "Καλώς τον κύριο Τάκη! Να βάλω ένα κρασάκι, από το καλό μου μας φέρανε χθες";
- Γειά σου κύριε Νίκο, ανταποκρίθηκε ο υψηλός πελάτης. Κάνε αν θες ένα καφεδάκι.
Ο κύριος Τάκης δεν έπινε ποτέ καφέ πριν το φαγητό. Η παραγγελιά άφηνε να εννοηθεί, ότι θα προηγείτο συζήτηση του δείπνου.
- Μόνο καφέ; ρώτησε ο ευτραφής καταστηματάρχης, με ένα χαμόγελο, που έκανε τα μάγουλά του να ξεχειλώνουν. - Και την καρδιά μου να σου σερβίρω, κύριε Τάκη! Αξίζεις πολλά κύριε Τάκη!
Ο κύριος Τάκης κάθησε λακωνικός και ασυγκίνητος όπως πάντοτε. Αυτή τη φορά όμως προτίμησε να κάτσει σταυροπόδι ανάβοντας τσιγάρο. Όταν έφτασε ο καφές, τον φύσιξε και ήπιε μια γουλιά. Βγάζοντας τον καπνό από το στόμα, κοίταξε τον Μπαρμπανικόλα, που είχε καθήσει σχεδόν ασυναίσθητα στην άλλη καρέκλα, δίπλα του. Αμέσως μετά τον ρώτησε αυτός με ασυγκάλυπτο ενδιαφέρον: - Τα κανονίσατε;
Ο κύριος Τάκης απάντησε ότι μίλησε με τον προϊστάμενό του για το θέμα και ότι αυτός ανταποκρίθηκε θετικά. Υπήρχε δυνατότητα απασχόλησης, όμως για τον μεγάλο. Η υπηρεσία που εργαζόταν, χρειαζόταν ένα νέο για να μεταφέρει έγγραφα. Αυτά ήταν όμως συχνά σημαντικά και δεν μπορούσαν να αναθέσουν τέτοια δουλειά σε ένα μικρό παιδί και τελείως άβγαλτο στη πόλη. Ο μεγάλος είχε μπεί ήδη στην εφηβεία και είχε κλείσει δυο χρόνια στην Αθήνα. Η υπηρεσία ήταν σοβαρή, κρατική και θα του αναγνώριζαν του Κωστάκη και την στρατιωτική θητεία, εάν εργαζόταν εκεί.
Ο Μπαρμπανικόλας τα έχασε. Τόσο ευχάριστη έκπληξη δεν την περίμενε. Εδώ δεν επρόκειτο για απασχόληση, αλλά για μοναδικής αξίας αποκατάσταση.
- Άντε, να το δω το ανήψι μου με στολή, για να κατουρηθώ απ' τη χαρά μου, απάντησε με φανερή συγκίνηση, καθώς ένας κόμπος αλλόκοτης χαράς, τον εμπόδισε να πει το μεγάλο ευχαριστώ, που ξεχύλιζε στα μάτια του.
- Με στολή δεν θα τον δεις, απάντησε ο ακριβός συνομιλητής του. Δεν είμαστε ούτε στρατός, ούτε αστυνομία. Είμαστε μια πολιτική υπηρεσία, ίσως πάνω από αυτά, που υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικών.
- Μα τι λέτε κύριε Τάκη, φώναξε σχεδόν με ενθουσιασμό ο Μπαρμπανίκος. Αυτό αποτελεί τιμή για όλη μας την οικογένεια.
- Ναι αλλά θα το χάσετε το παιδί για κανένα δυο χρόνια, πρόσθεσε με βλοσυρότητα ο προξενητής της νέας εργοδοσίας. Θα πρέπει να πάει στην επαρχία, για εκπαίδευση. Θα σας επισκέπτεται βέβαια αραιά, αλλά θα έχει την καλύτερη δυνατή φροντίδα. Εκεί πρόκειται να μετατεθώ και εγώ. Θα βρίσκεται κοντά μου. Τον αναλαμβάνω υπό την ευθύνη και την προστασία μου. Και να είστε βέβαιοι, ότι η εξέλιξή του δεν θα είναι καλή μόνο για το άτομό του. Αλλά θα γίνει χρήσιμος και πολύτιμος για το έθνος και την κοινωνία. Θα πρέπει όμως να υπογράψει συγκατάθεση και ο κηδεμόνας. Να στείλεις γράμμα στον πατέρα του, γιατί σύντομα θα τον επισκεφτεί αρμόδιος υπάλληλος από την υπηρεσία.
Ο Μπαρμπανικόλας κατάλαβε που πήγαινε η δουλειά. Από πολιτική δεν χαμπάριζε. Κι αυτός σαν χωριατόπαιδο ήρθε στην Αθήνα. Βοήθαγε την μάνα στο χωριό να φτειάνει χυλοπίττες και τραχανά, πρόσεχε τα μικρότερα, όταν αυτή δούλευε στα χωράφια, για να αντεπεξέλθη την ορφάνεια, που τους χτύπησε. Είχε φτάσει στα δώδεκα του, να είναι μισή νοικοκυρά. Έτσι, όταν κατέβηκε στην Αθήνα, για να δουλέψει ώστε να βοηθάει με χρήματα τη μάνα στο χωριό, εύκολα μπόρεσε να σταθεί μέσα στις κουζίνες. Εξελίχθηκε σε μάγειρα καλό, κατείχε από νοικοκυριό και οικονομία, επόμενο ήταν να καζαντήσει και με μαγαζί. Μικρό ήταν αυτό κατάφερε να νοικιάσει βέβαια, αλλά η γειτονιά ήταν καλή. Μέρα νύχτα δούλευε, μάζευε, μετά παντρεύτηκε, έφτειξε και σπιτάκι, δυο δρόμους παρακάτω. Αγόραζε και κάνα δυο εφημερίδες, αλλά μόνο για τους πελάτες. Από γράμματα δεν σκάμπαζε πολλά. Αλλά όσο αφορά την πολιτική, συμπαθούσε πάντοτε τους Κεφαλονήτες. Έξυπνοι ανθρώποι, τετραπέρατοι. Και αυτό το "ουδέν πρόβλημα άλυτον παρά του Ιωάννου Μεταξά" τον εντυπωσίαζε. Εξ άλλου είχε καταλάβει, ότι όσο λιγότερο σκάμπαζε από πολιτικά, τόσο το καλύτερο για την πάρτη του και την φαμελιά. Με ιδεολογίες και καυγάδες μπεζαχτάς δεν γίνεται. Και αυτά ήθελε να τα κρατήσει μακρυά από το μαγαζί. Έτσι κι αλλιώς μαγέρικο ήταν, δεν ήταν καφενές. Να φάνε και να φύγουνε, να αδειάσουν οι καρέκλες για τους επόμενους. Γι' αυτό είχε γράψει στην ταμπέλα: "Η χύτρα του Νικόλα." Και από κάτω: "Ποιότης, εξυπηρέτησις, ταχύτης".
Μετά από την πράγματι δελεαστική πρόταση του κυρίου Τάκη, μπήκαν τα πράγματα για τον νεαρό Κώστα στη σειρά, όπως αρμόζει για ένα εκκολαπτόμενο υπάλληλο του Υπουργείου Εσωτερικών.

Η Τασία γνώριζε ότι δυο λέξεις μόνο μπορούσε να προφέρει ο Κώστας με ευλάβεια: Η μια ήταν η λέξη "εκκλησία". Η άλλά ήταν η λέξη "υπηρεσία". Κάτω από την λέξη εκκλησία, ο Κώστας, όπως και οι άλλοι του συναφιού, έψαχνε για ψυχολογικό καταφύγειο. Δεν πίστευε σε ελεημωσύνες, ταπεινότητες - ή προς Θεού - κάποιου είδους Θεία Δίκη. Αυτό που δεν τόλμαγε ούτε να φανταστεί, ήταν η μετάνοια. Γιατί εξ άλλου; Μήπως αυτοί που συνέπρατε στην ανελέητη εξόντωσή τους, δεν ήσαν οι αρνητές της πίστεως και του Χριστού; Ήταν ή δεν ήταν αυτοί, για τους οποίους στήθηκαν τα καζάνια της κολάσεως; Τι εθνικές ανεξαρτησίες, λαϊκές εξουσίες, κοινωνικές δικαιωσύνες και πράσινα άλογα. Ο Θεός είχε αποφανθεί καζάνια με ζεματιστά κάρβουνα. Και εάν τα καζάνια κατάφερνε να τα στήσει η "υπηρεσία", η όποια υπηρεσία μια ώρα αρχίτερα, εξυπηρέτηση θα έκανε του Θεού. Δεν ήταν θεάρεστο και ιερό καθήκον να παρέμβουν οι πιστοί στην εκτέλεση αυτού του καθήκοντος, για να απαλλάξουν και τον Θεό, από το να ασχοληθεί με την τιμωρία αυτών των μιασμάτων;
Αλλά και η λέξη "υπηρεσία" ήταν για τον Κώστα κάτι περισσότερο από ιερή. Το κράτος ήταν η έκφραση του σωστού, η φανέρωση του θείου ήθους επί γης. Σεβόταν τους προϊσταμένους περισσότερο κι από αρχιεπίσκοπο. Γιατί εάν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, η υπηρεσία φρόντιζε να λειτουργεί ο κόσμος σωστά. Υπέρ των καθώς πρέπει, των σωστών ανθρώπων. Των νοικοκυραίων και των εχόντων. Διότι όσοι έχουν και κατέχουν, είναι οι άξιοι. Με την αξία τους δημιουργούν ισχύ, τάξη, ασφάλεια, σεβασμό. Η τσοκαρία χρειάζεται βούρδουλα. Όλα τα ανεπρόκοπα τεμπελόσκυλα, που κατάντησαν εργάτες και φωνάζουνε για επανάσταση και χάος, είναι οι αποτυχημένοι της γης. Και αυτός ξεκίνησε μια μέρα ανυπόδητος από το χωριό. Είχε όμως ήθος. Εσωτερική αξία. Γι αυτό η υπηρεσία τον επέλεξε. Διέφερε από τους άλλους. Ήταν κάτι καλύτερο. Και η τάξις που επιβάλει το κράτος, φρόντισε για την προαγωγή του.
Και στο φινάλε τι πάει να πεί κουκούλα; Η κουκούλα δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα μέσο προφύλαξης για να μην τον αναγνωρίσουν και τον βλάψουν τα μιάσματα. Και τι πάει να πει στρατός κατοχής; Δεν είναι ο άξιος που επιβάλλεται πάντοτε με τη βοήθεια του Θεού; Το μόνο καλό που αναγνώριζε η ομάδα της υπηρεσίας, στην οποία είχε ενταχθεί, όσο αφορά τον Μεταξά, ήταν το ρετσινόλαδο. Ναι, ρετσινόλαδο στα μιάσματα μέχρι να κρεπάρουν. Αλλά όλες αυτές τις αντιστάσεις στον Άξωνα μαζί με τον λαουτζίκο, τι τις ήθελε ο Μεταξάς; Και που βοηθήσανε όλα αυτά; Μήπως δεν κυματίζει η σβάστικα αγέρωχη απάνω στην Ακρόπολη; Ή μήπως οι εθνικόφρονες όλες των εποχών δεν θα θαυμαζουν εις τους αιώνες την προσφορά του Χίτλερ; Ποιός ανταποκρίθηκε καλύτερα από αυτόν στην ευγονική επιταγή της αρχαίας Σπάρτης; Ποιός μίσησε περισσότερο από αυτόν την φαυλοκρατία της λεγόμενης Αθηναϊκής Δημοκρατίας, που εξόντωσε τους αρίστους; Ναι, ανθρώπους σαν αυτόν τους αποκαλούσε ο βρωμολαός δοσίλογους και προδότες. Όμως αυτός γνώριζε, ότι υπηρετούσε ανώτερα ιδανικά. Μακάρι και τα παιδιά του να έβγαιναν δοσίλογοι, με χαραγμένη τη σβάστικα στην καρδιά τους. Μακάρι να καιγόταν και τελευταίο μίασμα στους επίγειους κλιβάνους της Θείας Πρόνοιας.

Μετά την απελευθέρωση ο Κώστας τον άλλαξε τον αμανέ, όπως ήταν φυσικό. Με εντολή πάντοτε των προϊσταμένων της υπηρεσίας. Κούναγε τα αγγλικά σημαιάκια, καθώς περνούσαν τα τεθωρακισμένα του Σκόμπυ. Και λίγη ελευθερία δεν βλάφτει. Αρκεί να είναι λίγη. Γιατί η πολλή ελευθερία καταντάει ασύδωτη. Και είναι ελευθερία μόνο, όταν πολεμάει την ανελευθερία. Όταν κλείνει τους ΕΑΜίτες στα μπουντρούμια, ή όταν καλύτερα τους εξοντώνει. Ή μήπως δεν είναι ο Κομμουνισμός άρνησις της ελευθερίας;
Ένα πράγμα δεν μπορούσε να καταλάβει: Πως κατάφερνε η υπηρεσία να έχει πάντα δίκιο. Ίσως ήταν κι αυτό αποτέλεσμα της Θείας Χάρητος, που φρόντιζε οι καλοί να είναι πάντοτε με το μέρος των νικητών και να απολαμβάνουν τις φροντίδες της υπηρεσίας. Τι κόστιζε εξ άλλου να καταδίδεις, να ρουφιανεύεις, να κατασκοπεύεις, να υποθάλπτεις; Ότι γίνεται για το καλό, καλό είναι. Ναι, δεν υπάρχει σφάλμα σε αυτά. Ούτε και χρειάζεται η παραμικρή εξομολόγηση για μετάνοια και συγγνώμη. Άσε που κάποιοι ιερείς είναι της υπηρεσίας και μπορεί να φτάσει αλλού, ότι λέγεται και ότι εξομολογείται.

Καθώς σκεφτόταν αυτά τα κυρήγματα του Κώστα, η Τασία κάθε άλλο παρά ευτυχισμένη αισθανόταν. Θυμήθηκε την γειτόνισσα, που ήταν πλύστρα, όταν πήγε να δώσει το ταλληράκι, κρατώντας το στα κατάλευκα από τα μπουγαδόνερα χέρια της, στον ιερέα την ημέρα των ψυχών, υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του παιδιού της, που πέθανε από την πείνα. Το περιφρονητικό βλέμμα, που της έρριξαν κάποιοι άλλοι, καθώς πρέπει χριστανοί. Τι θέλει μια γυναικούλα να μπερδεύεται στα πόδια του παπά τέτοια ώρα; Η Τασία ήξερε, ότι η γειτόνισσα μετέφερε μέσα της τον εσταυρωμένο, σε μια μόνιμη ακατάσχετη αιμορραγία. Ο Μεγάλος Εσταυρωμένος ήταν όλα αυτά τα χρόνια ο Ελληνικός Λαός. Που έπαθε, αλλά δεν λίγησε, δεν έσπασε. Προδομένος από παντού. Της το είχε πετάξει κατάμουτρα ο Κώστας:
- Τι περιμένεις δηλαδή, να ανεχτώ τα μιάσματα; Μοιρολογείς τα γειτονόπουλα που έριξαν σωρούς χάμω τα πολυβόλα των Άγγλων στη μάχη του Αράπη. Έ εγώ σου λέω, ότι αυτοί που φώναζαν "αέρα!" βάζοντας τα να τρέχουν να καταλάβουν το ύψωμα, ήταν δικοί μας άνθρωποι. Άνθρωποι της υπηρεσίας, που στόχο είχαν να τα αποδεκατίσουν τα αλητόπεδα. Είτε πληρωμένοι, που εξαγοράστηκαν, είτε πράκτορες που έβαλε η υπηρεσία αρχικά στις τάξεις των μιασμάτων. Δεν υπάρχει τίποτα! Τίποτα, κατάλαβέ το! Ή πας με την υπηρεσία, ή σε τρώει το μαύρο χώμα. Γιατί το χώμα είναι του σατανά. Αυτός διαφεντεύει τα κουμούνια!

Όλα αυτά ευτυχώς όμως είχαν περάσει. Ήταν ένα τραγικό, ένα αιματοβαμένο παρελθόν. Οι άγγλοι και οι χωροφύλακες είχαν αποθήσει τους ΕΑΜίτες έξω από την Αθήνα. Όσοι είχαν παραμείνει κρύβονταν, για να αποφύγουν τα πογκρόμ. Ο Κώστας πλέον δεν σκώτωνε άλλο. Της το είχε πει ξεκάθαρα, του το είχε ανακοινώσει η υπηρεσία. Θα τους στρίμωχναν μακρυά, έξω από την Αθήνα σε κάποια βουνά. Είχαν αρχίσει να έρχονται νέοι άνθρωποι, ειδικοί, που έδιναν πλέον εντολές. Θα φρόντιζαν οι κόκκινοι να πάρουν στην αρχή πάνω τους, έτσι για να βγάλουν αναποτελεσματική την Ιντέλιτζενς και τους Άγγλους. Μετά, κάτω από την πίεση της κατάστασης, θα ανελάμβαναν αυτοί, και θα ξωπετάγανε οσα μιάσματα κατάφερναν να μην τα πάρει ο χάρος, έξω από τη χώρα. Μετά θα ερχόταν η διαρκής ειρήνη. Η χρυσή εποχή της ανοικοδόμησης και της χαράς. Της ανεμελιάς και της ευτυχίας. Ο Κώστας είχε αρχίσει, μετά την επιστροφή του βασιλιά, να πίνει νερό στο όνομα του Παπάγου. Του το είχε σφυρίξει η υπηρεσία.

Συνεχίζεται...

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η τιμή και η χαρά δική μου εξίσου.
Διάβασα το απόσπασμα από το μυθιστόρημα, και περιμένω εναγωνίως τη συνέχεια, αν και θα προτιμούσα να με πληροφορήσεις από που μπορώ να το προμηθευτώ.
ο νοών...νοείτω.

Ανώνυμος είπε...

Το μυθιστόρημα γράφεται εδώ και τώρα. Με τη δική σου διαδράση. Και όταν διαβάζω τα σχόλια σου στο ANTINEWS φτειάχνω φτερά φιλαράκι. Τη συνέχεια θα τη γράψω το απόγευμα, αφιερωμένο σε σένα.
Καλή δύναμη, είσαι μεγάλος.

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ,
Προτιμώ να απαντήσω εδώ, στην τεράστια φιλοφρόνησή σου ως απάντηση, στο σχόλιό μου στο antinews.
Βαριά η φιλοφρόνησή σου, για έναν απλό άνθρωπο με τα συμπλέγματά του και τις αδυναμίες του.
Η πρώτη μου αντίδραση:
Ανατρίχιασα.
Στη συνέχεια όμως χαμογέλασα, διότι η διαδικασία, από το σκύψιμο σε όρθια θέση είναι επίπονη και εσύ την γλύκανες.
Το βάθος των γνώσεών σου, της ώριμης σκέψης σου, και της ψυχής σου, αρωγός μου.
ο νοών...νοείτω.

Ανώνυμος είπε...

Μεγαλώνεις την τιμή που μου κάνεις σε επίπεδα που ακόμα ίσως δεν μπορώ να φθάσω.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγωνία, από τα να φανώ μικρότερος των προσδοκιών σου.
Καλή δύναμη και σε εσένα.
ο νοών...νοείτω.

Ανώνυμος είπε...

Να μη φανώ (διόρθωση)
ο νοών...νοείτω.

Ανώνυμος είπε...

@ο νοών...νοείτω
Αγαπητέ φίλε, δεν υπάρχει η παραμικρή προσδοκία. Εκεί που ο σπόρος πετάει μήτο, θα ακολουθήσει με βεβαιότητα και και το φυτό με άνθη και καρπούς. Τις προσδοκίες θα τις καθορίσει αποκλειστικά η ψυχή και το πνεύμα σου. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβόμαστε την αποτυχία. Γιατί και αυτή μπορεί να γίνει σχολείο. Δεν χρειάζεται η παραμικρή αγωνία, γιατί κανένας άνθρωπος καλής θελήσεως δεν κρατάει μεζούρα και διαβήτη, για να κρίνει τους ευγενικούς συνανθρώπους του.
Όταν γράφουμε ένα κείμενο, που βγαίνει μέσα από την καρδιά, κάνουμε ταυτόχρονα - συνειδητά ή ασυναίσθητα - μια επίκληση στο Πνεύμα. Και αυτό ανταποκρίνεται πάντοτε. Αυτό είναι επάξια ο αρωγός σου και δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψει ποτέ.
Θα οικοδομήσουμε με τις επιτυχίες μας και θα διδαχθούμε από τις αποτυχίες μας. Είμαι απλά φίλος σου και δεν αποτελώ την παραμικρή αυθεντία. Αυθεντία είναι μόνο το Πνεύμα, που μας δίνει ζωή.
Όχι μόνο εμείς, αλλά και η δημιουργία στο σύνολό της, θα κριθεί από τις προθέσεις μας, όχι κύρια από τις επιτυχίες μας.
Και μέσα στο σκότος, κάθε κερί που ανάβει, αποκαλύπτει το κάλος της Δημιουργίας.
Σε ευχαριστώ για την μεγάλη χαρά που μου έδωσες, με το κείμενο σου στο ANTINEWS σήμερα. Γιατί αυτό είναι το οξυγόνο της ψυχής. Τα υπόλοιπα εξαντλούνται στη σφαίρα των φαινομένων. Για μένα βαραίνει μόνο μια παραίνεση, που την έγραψα ήδη: Συνέχισε...
Όσο για την "τιμή", ας μην μιλάμε για τα αυτονόητα. Ζω, αναπνέω και γράφω πριν απ' όλα για τους ανθρώπους με εγένεια ψυχής. Η τιμή και η χαρά είναι αποκλειστικά δική μου, να έχω επισκέπτες όπως εσύ.