23 Φεβρουαρίου, 2009
ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ - ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 27 - ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Παρακαλούνται οι φίλοι επισκέπτες, που ενδιαφέρονται να παρακολουθήσουν την χρονική ροή της διήγησης, να διαβάσουν πρώτα το πρώτο μέρος στην προηγούμενη ανάρτηση.
ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 27
Αφιερωμένο στον "νοών...νοείτω"
Αυτές οι σκέψεις όμως, με την ευχάριστη τροπή που έπερναν κάθε μέρα όλο και περισσότερο τα πράγματα, αφορούσαν μόνο το παρελθόν. Η ζωή γινόταν μέρα με την μέρα λιγότερο σκληρή. Η χαρά, η άνεση, η τέρψη και η χαλάρωση αποτελούν αναγκαία στοιχεία της ζωής. Δεν είναι δυνατόν οι άνθρωποι μόνο να προσπαθούν, να υπομένουν και να υφίστανται. Κάπου είναι επόμενο να αναζητούν τις μικρές χαρές της ζωής. Για την Τασία αυτή η χαρά ήταν για όλη την περίοδο της κατοχής τα δυο καναρίνια και το ανέμελο καλαϊδισμά τους, που μετέφερε την ψυχή της σε ένα κόσμο άλλο. Αγνό, φυσικό, παραμυθένιο. Όσο μεγάλη ήταν η τυρανία για τα αυτιά, τον εγκέφαλο και την ψυχή, από το βουητό των Στούκας μέσα στη συσκοτίσεις, τόσο μεγάλη ήταν η χαρά από το ξένοιαστο τιτίβισμα των δυο αγαπημένων της πουλιών. Το έλεγε και το Ευαγγέλιο: "Διατί φοβείσθε; Δείτε πως εξεβρίσκουν ανέμελα τα πτηνά του ουρανού την τροφή τους, χωρίς έννοιες για την επομένη". Σε κάθε άλλο σπίτι τα καναρίνια θα είχαν καταλήξει στο τσουκάλι, για μοναδικό πιλάφι, χωρίς ρύζι. Εδώ τα σκυλιά και τα γατιά είχαν δει το ντέτζερι.
Όμως οι μέρες, που άρχισαν σιγά-σιγά να ξημερώνουν, ήταν τόσο ευλογημένες, που η Τασία ακόμη και τα κανάρια μετέφερε από το δωμάτιο στο κουζινάκι, που βρισκόταν από την άλλη μερια της αυλής. Γιατί το μεγάλο ονειρό της είχε γίνει πραγματικότητα. Μετά από παρακάλια και όλα τα τεχνάσματα που μια γυναίκα διαθέτει, είχε καταφέρει τον Κώστα να φέρει στο σπίτι το μαγικό κουτί, που λέγεται ραδιόφωνο. Τι μεγάλη χαρά ήταν αυτή που έδινε η καινούρια συσκευή σε μια γυναίκα, που ήταν κλεισμένη σχεδόν όλο το χρόνο στο σπίτι! Ο Κώστας της είχε απαγορεύσει να βγαίνει έξω και να φτειάχνει σχέσεις με τους γείτονες.
- Τι τους θες τους άχρηστους; της έλεγε.
Η γειτονιά ήταν προσφυγική. Ποτέ δεν θα έφτειαχναν σπίτι εκεί, αν δεν κληρονομούσε το οικοπεδάκι από τη θειά της. Έ, είχε το κουζινάκι μέσα ήδη και το δωμάτιο, που μετά το έκαναν αποθήκη. Δίπλα έχτισαν δυο δωμάτια ευρύχωρα, με τουαλέτα, λουτρό και κουζίνα μεγαλύτερη.
Αυτό που εκνέυριζε τον Κώστα, ήτα η διαμονή σε μια γειτονιά, που όλοι σχεδόν ήσαν αριστεροί. Σκέψεις έκανε πολλές η Τασία, πως τους επέτρεψε η υπηρεσία να μένουν εκεί. Μόνο στην περίοδο της κατοχής κατανόησε, ότι αυτό ήταν ακριβώς η επιδίωξή της. Πως θα μπορούσε αλλιώς να γίνει η ρουφιανιά; Ο Κώστας είχε πάντοτε ανοιχτά και τα μάτια και τα αυτιά του. Παρ' όλο που αντιπαθούσε τους γείτονες, είχε πιάσει φιλίες με τον κουρέα και πήγαινε και καθόταν με τις ώρες στο κουρείο. Δήθεν τον ενδιέφερε το τάβλι και βάζανε στοιχήματα. Έκανε τον αφελή και τους άφηνε να τον μαδάνε για να τον ανέχονται. Αλλά πάντα έκανε έξυπνα την δουλειά. Έριχνε σπόντες, τους παραμύθιαζε, ήξερε τις αδυναμίες των περισσότερων και τους έβαζε να καλαϊδάνε, χωρίς να χαμπαρίζουν το παραμικρό.
Για το ράδιο είχε ακούσει πρώτη φορά η Τασία πριν από κανένα χρόνο, ότα τόφερε στη γειτονιά ο Μαστροθανάσης, που ήταν εργολάβος και έκανε μεγάλες δουλειές. Όταν κλεφτά πήγε στο σπίτι του και το άκουσε να τραγουδάει, "μετάδωση μουσικής" το έλεγε αυτό ο Μασρτοθανάσης, πήγε να τρελλαθεί. Τι κανταδόροι και γραμμόφωνα. Από αυτό έβγαινε ότι μουσική ποθούσε η ψυχή του ανθρώπου! Και τι ειδήσεις, τι εκπομπές, μέχρι και θέατρο βάζανε κάποιες φορές. Αυτό ψυχαγωγούσε, μόρφωνε, ήταν η καλύτερη συντροφιά. Και το κυριότερο, όποτε το έβαζε να παίζει, δεν πολυμίλαγε και ο Κώστας, όταν ήταν στο σπίτι. Αυτό το "οι αλήτες είχαν χρυσά βρακιά στην Τουρκία, που τώρα μου κάνουν τους κουμουνιστές", που επαναλλάμβανε μόνιμα ο με τόνο διαρκούς καταγγελίας για τους γείτονες, το είχε πια μπουχτήσει.
Εκείνο το βράδυ του είχε μαγειρεψει το αγαπημένο του φαγητό. Αγγινάρες με πατάτες και αρακά. Και σάλτσα αυγολέμονο. Θα έβαζε και το ράδιο με μια όμορφη μουσική. Λες και θα κουβάλαγε ολόκληρη ορχήστρα στο σπίτι. Παραμονές του Αγίου ....ήταν η επέτειος του γάμου τους. Και τα παιδιά είχαν μεγαλώσει πια αρκετά, δεν την παιδεύαν. Η κόρη βοηθούσε και στο συγύρισμα. Άντε σε πέντε-έξι χρόνια ίσως την βλέπαν και νυφούλα, αν ήταν να μκροπαντρεφτεί. Ο Θεός είχε δώσει να πάνε όλα κατ' ευχήν. Τόσες οικογένειες είχαν πάθει αμέτρητες συμφορές ολόγυρα. Άλλες ορφάνεψαν, άλλες χάσανε παιδιά, αλλωνώνε οι πατεράδες είχαν εξαφανιστεί και κρύβονταν. Μα τώρα όλα έμπαιναν σε σειρά.
Μόλις έμπενε ο Κώστας θα τον αγκάλιαζε και θα του έλεγε για την επέτειο. Είχε στολίσει το δωμάτιο με λουλούδια που μάζεψε από του βουνό απέναντι. Είχε στρώσει και το κεντημένο τραπεζομάντηλο. Κάθησε στην καρέκλα, έβαλε το ραδιόφωνο να παίζει απαλά κι αγνάντευε την φωτογραφία της μάνας της της μακαρίτισας, επάνω στο ερμάρι.
Τα βλέφαρά της βάρυναν λίγο. Είχε περάσει αρκετά η ώρα και ο Κώστας δεν είχε επιστρέψει ακόμη. Όλα όμως ήταν ήσυχα και προμύνειαν το καλύτερο αύριο. Με αυτή τη σκέψη έκλεισε ασυναίσθητα τα μάτια της.
Ξαφνικά πετάχτηκε. Πήγε πράγματι να την πάρει ο ύπνος. Και εκείνη η απαίσια κουκούλα που της παρουσιάστηκε σαν όνειρο, δεν ήταν μόνο ότι την τρομοκράτησε. Την έκανε να αιστανθεί ένα πόνο στο στομάχι και να ξυπνήσει. Να ξυπνήσει; Τι να ξυπνήσει. Αφού δεν κοιμώταν για τα καλά.
Σηκώθηκε να ψήσει ένα χαμόμηλο. Ανοίγοντας το συρτάρι για να βγάλει τα σπίρτα, άκουσε να χτυπάνε την πόρτα.
- Έλα Κώστα, είπε. Αφού έχεις κλειδί, γιατί χτυπάς;
Τα χτυπήματα στην πόρτα έγιναν πιο ισχυρά.
- Άνοιξε πριν σου την σπάσω στρίγγλα, φώναξε άγρια μια φωνή.
- Ποιός είναι;νρώτησε η Τασία με φωνή γεμάτη απορία και κάποιο φόβο.
- Ο τσαγγάρης, απάντησε η φωνή, που της φάνηκε άγνωστη. Σου φέρνω τα παπούτσια του κτήνους.
Η Τασία κοκάλωσε. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Η φωνή ακούστηκε άγρια και απειλητική.
Η αμηχανία της δεν κράτησε περισσότερο από δευτερόλεπτα, γιατί με ένα θόρυβο έσπασε η κλειδαριά της πόρτας. Ο αγριεμένος άντρας που πέρασε το κατώφλι, κράταγε μια γερμανική ξιφολόγχη και ένα ζευγάρι ματωμένα παπούτσια. Τα πέταξε μπροστά της.
- Πάρτα να τον θυμάσε τον καταδότη, της είπε με μένος και βαθιά περιφρόνηση. Δεν πρόκειται να ξαναπερπατήσει για να κάψη παραπάνω οικογένειες. Και στην κόλαση δεν θα τα χρειστεί άλλο. Εκεί δεν περπατάνε. Σέρνονται σαν τα φίδια.
Η Τασία σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της και σωριάστηκε στο πάτωμα. Δεν μπόρεσε να βγάλη άχνα.
- Και αυτό για το αδελφάκι μου, της είπε φτύνοντάς τη. Ήταν μόλις δεκαεφτά χρωνώνε, συνέχισε με ένα μορφασμό μίσους. Και κοίτα με καλά, για να με καρφώσεις, όταν σε ρωτήσουν. Μας ξεκληρίσατε. Τώρα με καταζητάνε παντού. Πριν πάρω ποδάρι από τον βρώμικο ντουνιά σας η ΟΠΛΑ θα σας κάνει τροφή για τα σκουλίκια. Να τούς το πεις. Χαιρετίσματα από την ΟΠΛΑ και κακόχρονο νάχουν. Θάπρεπε να μπω στο δωμάτιο να καθαρίσω και τα παιδιά σας είπε, που τα είδε να κοιτάζουν τρομοκρατημένα πίσω από την πόρτα. Αλλά εμείς δεν είμαστε σαν τα μούτρα σας.
Ο άγνωστος εξαφανίστηκε μετά μέσα στη νύχτα.
Ποιά νύχτα; Ποιός θα μπορούσε να δώσει όνομα σ' αυτόν τον εφιάλτη, που κράτησε αιώνες, μέχρι να βγεί η πρώτη ηλιαχτίδα.
Το πρωινό βρήκε την Τασία σε μια κατάσταση αφασίας. Τι ήταν αυτό; Ύπνος, ξύπνιος, υποχρεωτική πορεία στην κόλαση; Όλα σε ένα διαφανές ερυθρό χρώμα, αποτελούμενο από το αίμα του άντρα της στα παπούτσια και τα δάκριά της, καθώς κυλούσαν πάνω τους, έχοντας τα ακουμπήσει πάνω στρο τραπέζι και πεσμένη πάνω τους, χωρίς να έχει τον ίδιο για να τον κλάψει. Το κεντημένο τραπεζομάντηλο είχε φάει κι άλλες βελονιές του πεπρωμένου την νύχτα που προηγήθηκε, σχηματίζοντας πάνω του τις νήσους και τους ποταμούς της αβύσσου.
Νέα χτυπήματα στην πόρτα την ξύπνησαν. Ασυναίσθητα γέμισε τρόμο. Τελικά δεν έφτανε το αίμα του Κώστα; Δεν είχε ικανοποιηθεί η μανία τους; Ξαναήλθαν γι αυτήν και τα παιδιά;
Έτρεξε αυτόματα στο δωμάτιο. Ο Κώστας έκρυβε στο δεύτερο συρτάρι του κομοδίνου ένα μπιστόλι γεμάτο.
Μια φωνή όμως ακούστηκε: "Κυρία Τασία, άνοιξε σε παρακαλώ, είμαι ο κύριος Τάκης, ο προϊστάμενος του Κώστα".
Τι να ανοίξει; Αφού η κλειδαριά ήταν σπασμένη.
- Περάστε μέσα, είμε με σβησμένη φωνή.
Ο κύριος Τάκης την πλησίασε και την αγκάλιασε.
- Λυπάμαι, είπε. Λυπάμαι βαθύτατα.
Κάθησε σε μια καρέκλα του τραπεζιού και άναψε συνοφρυωμένος τσιγάρο.
- Γιατί, γιατί, γιατί; ρώτησε συντριμένη η Τασία.
Ήρθα να σε παρηγορήσω και να φροντίσω για το μέλλον σας. Γνωρίζω καλύτερα από κάθε άλλον, ότι ο Κώστας πρόσεχε. Ότι έπαιρνε όλα τα απαραίτητα μέτρα. Εμείς δουλεύουμε επιστημονικά. Δεν φταίει ο Κώστας, πρόσθεσε.
- Μα πως το μάθατε τόσο γρήγορα; ρώτησε με πόνο η Τασία.
- Παρακολουθούσαμε όλη τη νύχτα το σπίτι σας. Και εγώ εδώ ήμουν κάπου. Δεν μπορεί να μας ξεφύγει τίποτα. Τον Κώστα εμείς τους τον δώσαμε. Ήταν αδύνατο να τον εντοπίσουν από μόνοι τους με τον τρόπο που ενεργούμε. Ο Κώστας έπερεπε να θυσιαστεί, για το καλό όλων μας. Γνωρίζεις τι τραβήξαμε από τους κομμουνιστάς. Παρά λίγο να πέσει η χώρα στα χέρια τους και να την μετατρέψουν σε στρατόπαιδο συγκεντρώσεως. Εάν δεν είχαμε τόσους πολλούς δικούς μας ανθρώπους στην ηγεσία τους, η εξέλιξη θα ήταν μοιραία. Μήπως μπορείς να μου φέρεις ένα σταχτοδοχείο, σε παρακαλώ;
Ο κύριος Τάκης έριξε τη στάχτη με ακρίβεια χειρούργου, ή καλύτερα αριστοτεχνικού χασάπη στο τασάκι, συνεχίζοντας:
- Όπως καταλαβαίνεις, πάμε για εμφύλιο πόλεμο. Πρέπει να εξοντώσουμε μέχρι και τον τελευταίο από αυτές τις ορδές. Πως θα πολεμήσει όμως ο στρατός ενατίον τους; Πως θα γίνουν οι απαραίτητες εξοντώσεις; Μέχρι στιγμής το αίμα που χυνόταν, ήταν μόνο από τη μεριά τους. Οι δικοί μας συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, ή διέφυγαν στους συμμάχους στη Μέση Ανατολή. Χρειάζεται δυστυχώς να χυθεί και αίμα δικό μας. Δεν θα μπορέσει να υπάρξει νομιμοποίηση διαφορετικά. Ένας από αυτούς που επιλέχτηκαν για να θυσιαστούν ήταν ο Κώστας. Έτσι κι αλλιώς ο Κώστας δεν είχε μέλλον. Η υπηρεσία είχε φροντίσε εδώ και κάμποσο καιρό να διαρεύσουν όσα αφορούν τον ρόλο του. Έτσι είναι, κάποιοι πρέπει να θυσιάζονται πάντοτε για την ελευθερία. Αυτοί είναι οι νέοι μας ήρωες. Οι νέοι Καραϊσκάκηδες και Λεωνίδες. Το καύχημα των Εθνικοφρόνων. Θα τους στήσουμε ένα νέο μαρτυρολόγιο. Εσύ όμως, δεν πρέπει να ανυσηχείς καθόλου για τον εαυτό σου και τα παιδιά. Σύντομα θα τοποθετηθείς στα ταχυδρομεία. Μετά μερικά χρόνια θα γίνεις διευθύντρια. Θα φροντίσει για όλα η υπηρεσία. Τα παιδιά σας θα προτιμηθούν και θα προαχθούν από την πολιτεία. Αν δεν γίνουν επιστήμονες, θα γίνουν τουλάχιστον διευθυντές σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Ένα αόρατο χέρι θα σας προστατεύει και θα σας προωθεί. Ενώ οι αριστεροί ούτε μεροκάματο θα μπορέσουν ποτέ να βρούνε σ' αυτό τον τόπο. Το αόρατο χέρι που θα προστατεύει εσάς, θα δημιουργεί σ' αυτούς αξεπέραστα εμπόδια. Τα παιδιά τους θα καταδικαστούν στην αφάνεια. Η υπηρεσία θα φροντίσει με κόσμιο τρόπο να εγκαταλίψουν την χώρα. Η Ελλάδα θα ανήκει στους Έλληνες και όχι στους αναρχοκομουνιστάς. Ένα λαμπρό μέλλον ξημερώνει. Ένα μέλλον που θα σας αποζημιώσει για όλα. Πατρίς, θρησκεία οικογένεια. Μεγάλες αξίες! Αλλά και ένα μέλλον άνετο, χαρούμενο. Με πλατειά κατανάλωση νέων ειδών, που θα κάνουν την ζωή όλων μας πιο άνετη.
Η Τασία σήκωσε σιωπηλή τα μάτια της αυθόρμητα προς το εικονοστάσι. Είδε ένα δάκρυ σε διάφανο ερυθρό χρώμα να ρέει από τους κλειστούς οφθαλμούς του εσταυρωμένου.
Το σπιτάκι στην οδό Κωνσταντινουπόλεως 27, είχε μετατραπεί σε οικογενειακό τάφο ζωντανών ψυχών.
Φέυγοντας ο κύριος Τάκης την κοίταξε και είπε:
- Και μια τελευταία παράκληση. Για λόγους σκοπιμότητας κάψε σε παρακαλώ την κουκούλα. Αφού γνωρίζεις ότι έχουμε καθαρό πρόσωπο για να παρουσιαζόμαστε στην κοινωνία.
22 Φεβρουαρίου, 2009
ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ - ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 27
Το διήγημα "Εσταυρωμένος - Κωνσταντινουπόλεως 27" είναι το πρώτο της τετραλογίας "Οι δρόμοι της κουκούλας".
Η μεταφυσική ενασχόλιση με το πρόσωπο, είναι σύμφωνα με την σχολή των σύγχρονων υπαρξιστών θεολόγων στην Ελλάδα, αυτό που έχει σφραγίσει την ανήσυχη θεολογική αναζήτηση στη χώρα μας. Η έννοια του προσώπου, από αυτή τη σκοπιά, είναι αυτό που εν τέλει συνιστά την οντολογική υπόσταση του Θείου και του ανθρώπινου. Αποτελεί, μέσα από αυτό πρίσμα ειδωμένο, το επικάλυμμα του προσώπου, μια απεγνωσμένη απόπειρα κάποιων ανθρώπων να αποφύγουν την πραγματικότητα του "κατ' εικόνα", απομακρυνόμενοι καθημερινά βάναυσα από το "καθ' ομοίωσιν";
Με μια ενδοσκόπηση, που επιχειρεί με την αντανάκλαση κοινωνικών δεδομένων, όπως τα έζησα και όπως τα άκουσα από τις διηγήσεις των παλιότερων, επιχειρώ να καταθέσω μια άποψη για το θέμα της κουκούλας, απέναντι στους φίλους αναγνώστες, ανατρέχοντας νοητά στην κατά καιρούς εμφάνιση της στους δρόμους την Αθήνας.
ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 27
Αφιερωμένο στον "νοων...νοειτω". Γιατί αυτή η Γης έχει μέλλον.
Η βροχούλα που έπεσε, άδολη και απαλή, ήταν σαν μια προαναγγελία της άνοιξης, στους πονεμένους δρόμους της πόλης. Ποιός θα ερχόταν στην ιδέα να γιορτάσει απόκριες μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα; Ναι μεν, οι απάνθρωπες μέρες της κατοχής ανήκαν στο παρελθόν και αυτός ο δύσκολος και αιματηρός Δεκέμβριος είχε περάσει. Το αίμα που χύθηκε τότε και οι καταστροφές που τραγικά εκτυλίχτηκαν, προερχόντουσαν από την πολεμική παρουσία των ξένων. Και οι Γερμανοί και οι Άγγλοι έστελναν τον κοσμάκη στον άλλο κόσμο με αυστηρή ψυχρότητα της στρατιωτικής πειθαρχίας. Εξ άλλου αυτοί ανήκαν σε προηγμένους, βιομηχανικούς Ευρωπαϊκούς λαούς. Γνώριζαν τι εστί βιομηχανική πειθαρχία και ήταν σε θέση να πραγματοποιούν και την πειθαρχημένη, την βιομηχανική εξόντωση ανθρώπων, που οι ανώτεροί τους είχαν χαρακτηρίσει εχθρούς. Αλλά και οι δικοί μας δεν είναι καλύτεροι. Για να μην πω ότι είναι τρεις φορές χειρότεροι. Αυτοί εξόντωναν ανθρώπους, που τους ήταν ξένοι. Οι κυβερνήσεις τους τούς έλουζαν κάθε μέρα με την προπαγάνδα της ανωτέρας φυλής και το αναγκαίου και λογικού προβαδίσματος των προηγμένων. Ή θα μπορούσε να συγκριθεί ένας Άγγλος με τους κάφρους των αποικιών;
Τώρα όμως ο αέρας μύριζε μια ακόμη χειρότερη δυσοσμία. Γιατί το αίμα που είχε αρχίσει να χύνεται ήταν αδελφικό. Η Τασία γνώριζε από αυτά που έζησε μέσα στό ίδιο της το σπίτι, ότι αυτά έστω και εάν έμοιαζαν με νέες συμφορές, οι ρίζες τους προϋπήρχαν στο άμεσο παρελθόν. Δεν μπορούσε βέβαια, δεν είχε λόγο να διαμαρτύρεται. Γιατί όταν άντρακλες ολόκληροι έπεφταν νεκροί από την πείνα και όταν εκλυπαρούσαν στους δρόμους τα παιδάκια με τις κοιλιές πρισμένες για ένα κομμάτι ψωμί, στο σπίτι της δεν έλειψε τίποτε. Όχι μόνο τα αναγκαία για την επιβίωση. Μέχρι και κρέας τους κουβάλαγε ο Κώστας, ο άντρας της. Πάντοτε όμως μεγειρεμένο. Γιατί οι μυρωδιές από το μαγείρεμα, θα μπορούσαν να προδώσουν στους γείτωνες το μυστικό του.
Συχνά άφηναν τα παιδιά τους θεονήστικα επίτηδες. Δεν μπορούσαν να τα αφήνουνε να γυρνάνε πάντοτε ταϊσμένα, όταν η υπόλοιπη γειτωνιά έλεγε το ψωμί ψωμάκι. Και αυτά δεν μπορούσε ο Κώστας να κρατάει πάντοτε κλεισμένα μέσα. Οι απειλές του Κώστα, ότι είχε συγκεκριμένες πληροφορίες, πως θα γινόντουσαν στην περιοχή επισόδεια και θα πέφτανε πυροβολισμοί, απόδωσαν μόνο στην αρχή. Στην πορεία κατάλαβαν τα παιδιά, ότι αυτά ήταν προφάσεις για να μην βγουν έξω και στη συνέχεια, όποτε εβρισκαν ευκαιρία, ξεπόρτιζαν. Και η ίδια δεν άντεχε να μην τα αφήνει να βγουν λίγο, παρά τις κατάρες και τις απειλές του Κώστα.
-Αφού επιμένεις άστα, της είχε πεί. Αλλά άφηνέ τα νηστικά πότε-πότε, για να κλαίγονται μαζί με τα άλλα, για να μην προδοθούμε.
Ο Κώστας ήξερε τελικά όλα τα τεχνάσματα για να προφυλάσσεται. Αν είναι δυνατόν, να συνέβαινε κάτι άλλο. Αφού αυτή ήταν η δουλειά του από μικρό παιδί. Από τότε που τον έστειλε ο γέρος από το χωριό, στο θείο του τον Νικόλα. Σ' αυτόν είχε στείλει κατόπιν και τον μικρότερο. Τον μεγάλο τον κράτησε ο θείος στην ταβέρνα, για να βοηθάει. Για τον μικρό όμως δεν είχε απασχόληση. Σκέφτηκε να τον βάλει και αυτόν στην κουζίνα. Αλλά το κουζινάκι ήταν μικρό και δούλευαν ήδη δυο μέσα. Πατείς με πατώ σε. Και οι πελάτες έρχονταν για φαγητό το μεσημέρι, όλοι την ίδια ώρα. Υπήρχαν και οι καλοί. Αυτοί που άφηναν παρά και ήθελαν και το ιδιαίτερο. Τα ζεσταμένα, που είχαν ετοιμαστεί από το πρωί, ήτανε να τους τα δώσεις πρώτο πιάτο. Μετά θέλανε και της ώρας. Και αυτά για να ετοιμαστούνε, απαιτούν άνεση χώρου και όχι συνωστισμό στην κουζίνα.
Έτσι ο Μπαρμανικόλας αποφάσισε να αποτανθεί για την αποκατάσταση του μικρού στον κύριο Τάκη. Τι εξαιρετικός άνθρωπος ήταν αυτός! Αριστοκρατικός, ευγενέστατος, ευκατάστατος, αλλά πάντοτε μετρημένος. Λες και κάθε φορά μέτραγε τις θερμίδες, που περιείχε το πιάτο. Ποτέ δεν έτρωγε μια μπουκιά λιγότερο, ή περισσότερο. Ούτε και δήλωνε προτιμήσεις. Κάθε φορά που έμπαινε στο μαγαζί, χαιρετούσε με ευγενικό χαμόγελο και ρώταγε: "Τι καλό έχουμε σήμερα κύριε Νικόλα"; Ότι και να απάνταγε ο θειός, αυτός έλεγε "βάλτο, να το δοκιμάσουμε". Ο Νικόλας είχε καταλάβει ό κύριος Τάκης σίγουρα θα είχε προτιμήσεις. Όμως τις κράταγε για τον εαυτό του. Ήταν κι αυτή μια γνώση, που είχε αποκτήσει στο μαγέρικο. Υπήρχε ακόμη και ο άνθρωπος, για τον οποίο ο αυτοέλεγχος ήταν πιο σημαντικός από τις ορέξεις.
Τον πλησίασε ένα απόγιομα ενώ ο κύριος Τάκης βρισκόταν στη χώνεψη πίνοντας το μόνιμο καφεδάκι και του είπε το και το. "Ο μικρός είναι καλό παιδί. Όπως και ο μεγαλύτερος που μαζεύει τα πιάτα, είναι του αδελφού μου, του Ανέστη που είναι στο χωριό. Πολλά τα παιδιά ο φουκαράς και λίγα τα χωράφια. Μου τον έστειλε και αυτόν για δούλεψη εδώ, αλλά που να τον βάλω";
-Κατάλαβα, είπε ο κ. Τάκης. Ήταν μεν ευγενικός, αλλά δεν συνήθιζε τα πολλά λόγια. "Θα δω τι μπορεί να γίνει", απάντησε. Θα σου πω σε κανα δυο μέρες.
-Ε να, αν μπορούσε να πάει δίπλα σε κανένα μάστορα, έτσι για την τέχνη. Δεν χρειάζεται να του δίνει πολλά χαρτζιλίκια. Μπορώ να τον κοιμίζω στο σπίτι και γώ. Έχω χώρο. Και δόξα το θεό η κουτάλα μας βγάζει νόστιμο πράγμα. Νάστε καλά οι πελάτες μας, μπορώ να το φροντίσω όσο χρειαστεί το παιδί. Μέχρι νάβρει το δρόμο του, συμλήρωσε ο Νικόλας με ύφος ιεράς εξομολογήσεως, για να θέσει σε κίνηση τη συμπόνοια του συνομιλητή.
-Εντάξει κύριε Νικόλα, να δούμε τι μπορεί να γίνει, είπε ο κύριος Τάκης, με το γνωστό του χαμόγελο, που δήλωνε πάντοτε κάτι σαν κατανόηση και θλίψη.
Μπαίνοντας μέσα στο μαγαζί, ετούτη τη φορά την μεθεπομένη, ο τρόπος που κοίταξε ο κύριος Τάκης τον Μπαρμπανικόλα, άφηνε να εννοηθεί, ότι κάτι συγκεκριμένο είχε προκύψει. Αντί την πάγια ερώτηση, απηύθυνε προσωπικό χαιρετισμό στον μαγαζάτορα.
Ο κύριος Τάκης, αν και επισκεπτόταν το μαγέρικο πάντοτε περασμένο απόγευμα, δεν έπινε ποτέ. Παρ' όλα αυτά, ο Μπαρμπανικόλας μαντεύοντας το χαρμόσηνο μαντάτο, τον καλωσόρισε ρωτώντας τον ευδιάθετα: "Καλώς τον κύριο Τάκη! Να βάλω ένα κρασάκι, από το καλό μου μας φέρανε χθες";
- Γειά σου κύριε Νίκο, ανταποκρίθηκε ο υψηλός πελάτης. Κάνε αν θες ένα καφεδάκι.
Ο κύριος Τάκης δεν έπινε ποτέ καφέ πριν το φαγητό. Η παραγγελιά άφηνε να εννοηθεί, ότι θα προηγείτο συζήτηση του δείπνου.
- Μόνο καφέ; ρώτησε ο ευτραφής καταστηματάρχης, με ένα χαμόγελο, που έκανε τα μάγουλά του να ξεχειλώνουν. - Και την καρδιά μου να σου σερβίρω, κύριε Τάκη! Αξίζεις πολλά κύριε Τάκη!
Ο κύριος Τάκης κάθησε λακωνικός και ασυγκίνητος όπως πάντοτε. Αυτή τη φορά όμως προτίμησε να κάτσει σταυροπόδι ανάβοντας τσιγάρο. Όταν έφτασε ο καφές, τον φύσιξε και ήπιε μια γουλιά. Βγάζοντας τον καπνό από το στόμα, κοίταξε τον Μπαρμπανικόλα, που είχε καθήσει σχεδόν ασυναίσθητα στην άλλη καρέκλα, δίπλα του. Αμέσως μετά τον ρώτησε αυτός με ασυγκάλυπτο ενδιαφέρον: - Τα κανονίσατε;
Ο κύριος Τάκης απάντησε ότι μίλησε με τον προϊστάμενό του για το θέμα και ότι αυτός ανταποκρίθηκε θετικά. Υπήρχε δυνατότητα απασχόλησης, όμως για τον μεγάλο. Η υπηρεσία που εργαζόταν, χρειαζόταν ένα νέο για να μεταφέρει έγγραφα. Αυτά ήταν όμως συχνά σημαντικά και δεν μπορούσαν να αναθέσουν τέτοια δουλειά σε ένα μικρό παιδί και τελείως άβγαλτο στη πόλη. Ο μεγάλος είχε μπεί ήδη στην εφηβεία και είχε κλείσει δυο χρόνια στην Αθήνα. Η υπηρεσία ήταν σοβαρή, κρατική και θα του αναγνώριζαν του Κωστάκη και την στρατιωτική θητεία, εάν εργαζόταν εκεί.
Ο Μπαρμπανικόλας τα έχασε. Τόσο ευχάριστη έκπληξη δεν την περίμενε. Εδώ δεν επρόκειτο για απασχόληση, αλλά για μοναδικής αξίας αποκατάσταση.
- Άντε, να το δω το ανήψι μου με στολή, για να κατουρηθώ απ' τη χαρά μου, απάντησε με φανερή συγκίνηση, καθώς ένας κόμπος αλλόκοτης χαράς, τον εμπόδισε να πει το μεγάλο ευχαριστώ, που ξεχύλιζε στα μάτια του.
- Με στολή δεν θα τον δεις, απάντησε ο ακριβός συνομιλητής του. Δεν είμαστε ούτε στρατός, ούτε αστυνομία. Είμαστε μια πολιτική υπηρεσία, ίσως πάνω από αυτά, που υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικών.
- Μα τι λέτε κύριε Τάκη, φώναξε σχεδόν με ενθουσιασμό ο Μπαρμπανίκος. Αυτό αποτελεί τιμή για όλη μας την οικογένεια.
- Ναι αλλά θα το χάσετε το παιδί για κανένα δυο χρόνια, πρόσθεσε με βλοσυρότητα ο προξενητής της νέας εργοδοσίας. Θα πρέπει να πάει στην επαρχία, για εκπαίδευση. Θα σας επισκέπτεται βέβαια αραιά, αλλά θα έχει την καλύτερη δυνατή φροντίδα. Εκεί πρόκειται να μετατεθώ και εγώ. Θα βρίσκεται κοντά μου. Τον αναλαμβάνω υπό την ευθύνη και την προστασία μου. Και να είστε βέβαιοι, ότι η εξέλιξή του δεν θα είναι καλή μόνο για το άτομό του. Αλλά θα γίνει χρήσιμος και πολύτιμος για το έθνος και την κοινωνία. Θα πρέπει όμως να υπογράψει συγκατάθεση και ο κηδεμόνας. Να στείλεις γράμμα στον πατέρα του, γιατί σύντομα θα τον επισκεφτεί αρμόδιος υπάλληλος από την υπηρεσία.
Ο Μπαρμπανικόλας κατάλαβε που πήγαινε η δουλειά. Από πολιτική δεν χαμπάριζε. Κι αυτός σαν χωριατόπαιδο ήρθε στην Αθήνα. Βοήθαγε την μάνα στο χωριό να φτειάνει χυλοπίττες και τραχανά, πρόσεχε τα μικρότερα, όταν αυτή δούλευε στα χωράφια, για να αντεπεξέλθη την ορφάνεια, που τους χτύπησε. Είχε φτάσει στα δώδεκα του, να είναι μισή νοικοκυρά. Έτσι, όταν κατέβηκε στην Αθήνα, για να δουλέψει ώστε να βοηθάει με χρήματα τη μάνα στο χωριό, εύκολα μπόρεσε να σταθεί μέσα στις κουζίνες. Εξελίχθηκε σε μάγειρα καλό, κατείχε από νοικοκυριό και οικονομία, επόμενο ήταν να καζαντήσει και με μαγαζί. Μικρό ήταν αυτό κατάφερε να νοικιάσει βέβαια, αλλά η γειτονιά ήταν καλή. Μέρα νύχτα δούλευε, μάζευε, μετά παντρεύτηκε, έφτειξε και σπιτάκι, δυο δρόμους παρακάτω. Αγόραζε και κάνα δυο εφημερίδες, αλλά μόνο για τους πελάτες. Από γράμματα δεν σκάμπαζε πολλά. Αλλά όσο αφορά την πολιτική, συμπαθούσε πάντοτε τους Κεφαλονήτες. Έξυπνοι ανθρώποι, τετραπέρατοι. Και αυτό το "ουδέν πρόβλημα άλυτον παρά του Ιωάννου Μεταξά" τον εντυπωσίαζε. Εξ άλλου είχε καταλάβει, ότι όσο λιγότερο σκάμπαζε από πολιτικά, τόσο το καλύτερο για την πάρτη του και την φαμελιά. Με ιδεολογίες και καυγάδες μπεζαχτάς δεν γίνεται. Και αυτά ήθελε να τα κρατήσει μακρυά από το μαγαζί. Έτσι κι αλλιώς μαγέρικο ήταν, δεν ήταν καφενές. Να φάνε και να φύγουνε, να αδειάσουν οι καρέκλες για τους επόμενους. Γι' αυτό είχε γράψει στην ταμπέλα: "Η χύτρα του Νικόλα." Και από κάτω: "Ποιότης, εξυπηρέτησις, ταχύτης".
Μετά από την πράγματι δελεαστική πρόταση του κυρίου Τάκη, μπήκαν τα πράγματα για τον νεαρό Κώστα στη σειρά, όπως αρμόζει για ένα εκκολαπτόμενο υπάλληλο του Υπουργείου Εσωτερικών.
Η Τασία γνώριζε ότι δυο λέξεις μόνο μπορούσε να προφέρει ο Κώστας με ευλάβεια: Η μια ήταν η λέξη "εκκλησία". Η άλλά ήταν η λέξη "υπηρεσία". Κάτω από την λέξη εκκλησία, ο Κώστας, όπως και οι άλλοι του συναφιού, έψαχνε για ψυχολογικό καταφύγειο. Δεν πίστευε σε ελεημωσύνες, ταπεινότητες - ή προς Θεού - κάποιου είδους Θεία Δίκη. Αυτό που δεν τόλμαγε ούτε να φανταστεί, ήταν η μετάνοια. Γιατί εξ άλλου; Μήπως αυτοί που συνέπρατε στην ανελέητη εξόντωσή τους, δεν ήσαν οι αρνητές της πίστεως και του Χριστού; Ήταν ή δεν ήταν αυτοί, για τους οποίους στήθηκαν τα καζάνια της κολάσεως; Τι εθνικές ανεξαρτησίες, λαϊκές εξουσίες, κοινωνικές δικαιωσύνες και πράσινα άλογα. Ο Θεός είχε αποφανθεί καζάνια με ζεματιστά κάρβουνα. Και εάν τα καζάνια κατάφερνε να τα στήσει η "υπηρεσία", η όποια υπηρεσία μια ώρα αρχίτερα, εξυπηρέτηση θα έκανε του Θεού. Δεν ήταν θεάρεστο και ιερό καθήκον να παρέμβουν οι πιστοί στην εκτέλεση αυτού του καθήκοντος, για να απαλλάξουν και τον Θεό, από το να ασχοληθεί με την τιμωρία αυτών των μιασμάτων;
Αλλά και η λέξη "υπηρεσία" ήταν για τον Κώστα κάτι περισσότερο από ιερή. Το κράτος ήταν η έκφραση του σωστού, η φανέρωση του θείου ήθους επί γης. Σεβόταν τους προϊσταμένους περισσότερο κι από αρχιεπίσκοπο. Γιατί εάν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, η υπηρεσία φρόντιζε να λειτουργεί ο κόσμος σωστά. Υπέρ των καθώς πρέπει, των σωστών ανθρώπων. Των νοικοκυραίων και των εχόντων. Διότι όσοι έχουν και κατέχουν, είναι οι άξιοι. Με την αξία τους δημιουργούν ισχύ, τάξη, ασφάλεια, σεβασμό. Η τσοκαρία χρειάζεται βούρδουλα. Όλα τα ανεπρόκοπα τεμπελόσκυλα, που κατάντησαν εργάτες και φωνάζουνε για επανάσταση και χάος, είναι οι αποτυχημένοι της γης. Και αυτός ξεκίνησε μια μέρα ανυπόδητος από το χωριό. Είχε όμως ήθος. Εσωτερική αξία. Γι αυτό η υπηρεσία τον επέλεξε. Διέφερε από τους άλλους. Ήταν κάτι καλύτερο. Και η τάξις που επιβάλει το κράτος, φρόντισε για την προαγωγή του.
Και στο φινάλε τι πάει να πεί κουκούλα; Η κουκούλα δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα μέσο προφύλαξης για να μην τον αναγνωρίσουν και τον βλάψουν τα μιάσματα. Και τι πάει να πει στρατός κατοχής; Δεν είναι ο άξιος που επιβάλλεται πάντοτε με τη βοήθεια του Θεού; Το μόνο καλό που αναγνώριζε η ομάδα της υπηρεσίας, στην οποία είχε ενταχθεί, όσο αφορά τον Μεταξά, ήταν το ρετσινόλαδο. Ναι, ρετσινόλαδο στα μιάσματα μέχρι να κρεπάρουν. Αλλά όλες αυτές τις αντιστάσεις στον Άξωνα μαζί με τον λαουτζίκο, τι τις ήθελε ο Μεταξάς; Και που βοηθήσανε όλα αυτά; Μήπως δεν κυματίζει η σβάστικα αγέρωχη απάνω στην Ακρόπολη; Ή μήπως οι εθνικόφρονες όλες των εποχών δεν θα θαυμαζουν εις τους αιώνες την προσφορά του Χίτλερ; Ποιός ανταποκρίθηκε καλύτερα από αυτόν στην ευγονική επιταγή της αρχαίας Σπάρτης; Ποιός μίσησε περισσότερο από αυτόν την φαυλοκρατία της λεγόμενης Αθηναϊκής Δημοκρατίας, που εξόντωσε τους αρίστους; Ναι, ανθρώπους σαν αυτόν τους αποκαλούσε ο βρωμολαός δοσίλογους και προδότες. Όμως αυτός γνώριζε, ότι υπηρετούσε ανώτερα ιδανικά. Μακάρι και τα παιδιά του να έβγαιναν δοσίλογοι, με χαραγμένη τη σβάστικα στην καρδιά τους. Μακάρι να καιγόταν και τελευταίο μίασμα στους επίγειους κλιβάνους της Θείας Πρόνοιας.
Μετά την απελευθέρωση ο Κώστας τον άλλαξε τον αμανέ, όπως ήταν φυσικό. Με εντολή πάντοτε των προϊσταμένων της υπηρεσίας. Κούναγε τα αγγλικά σημαιάκια, καθώς περνούσαν τα τεθωρακισμένα του Σκόμπυ. Και λίγη ελευθερία δεν βλάφτει. Αρκεί να είναι λίγη. Γιατί η πολλή ελευθερία καταντάει ασύδωτη. Και είναι ελευθερία μόνο, όταν πολεμάει την ανελευθερία. Όταν κλείνει τους ΕΑΜίτες στα μπουντρούμια, ή όταν καλύτερα τους εξοντώνει. Ή μήπως δεν είναι ο Κομμουνισμός άρνησις της ελευθερίας;
Ένα πράγμα δεν μπορούσε να καταλάβει: Πως κατάφερνε η υπηρεσία να έχει πάντα δίκιο. Ίσως ήταν κι αυτό αποτέλεσμα της Θείας Χάρητος, που φρόντιζε οι καλοί να είναι πάντοτε με το μέρος των νικητών και να απολαμβάνουν τις φροντίδες της υπηρεσίας. Τι κόστιζε εξ άλλου να καταδίδεις, να ρουφιανεύεις, να κατασκοπεύεις, να υποθάλπτεις; Ότι γίνεται για το καλό, καλό είναι. Ναι, δεν υπάρχει σφάλμα σε αυτά. Ούτε και χρειάζεται η παραμικρή εξομολόγηση για μετάνοια και συγγνώμη. Άσε που κάποιοι ιερείς είναι της υπηρεσίας και μπορεί να φτάσει αλλού, ότι λέγεται και ότι εξομολογείται.
Καθώς σκεφτόταν αυτά τα κυρήγματα του Κώστα, η Τασία κάθε άλλο παρά ευτυχισμένη αισθανόταν. Θυμήθηκε την γειτόνισσα, που ήταν πλύστρα, όταν πήγε να δώσει το ταλληράκι, κρατώντας το στα κατάλευκα από τα μπουγαδόνερα χέρια της, στον ιερέα την ημέρα των ψυχών, υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του παιδιού της, που πέθανε από την πείνα. Το περιφρονητικό βλέμμα, που της έρριξαν κάποιοι άλλοι, καθώς πρέπει χριστανοί. Τι θέλει μια γυναικούλα να μπερδεύεται στα πόδια του παπά τέτοια ώρα; Η Τασία ήξερε, ότι η γειτόνισσα μετέφερε μέσα της τον εσταυρωμένο, σε μια μόνιμη ακατάσχετη αιμορραγία. Ο Μεγάλος Εσταυρωμένος ήταν όλα αυτά τα χρόνια ο Ελληνικός Λαός. Που έπαθε, αλλά δεν λίγησε, δεν έσπασε. Προδομένος από παντού. Της το είχε πετάξει κατάμουτρα ο Κώστας:
- Τι περιμένεις δηλαδή, να ανεχτώ τα μιάσματα; Μοιρολογείς τα γειτονόπουλα που έριξαν σωρούς χάμω τα πολυβόλα των Άγγλων στη μάχη του Αράπη. Έ εγώ σου λέω, ότι αυτοί που φώναζαν "αέρα!" βάζοντας τα να τρέχουν να καταλάβουν το ύψωμα, ήταν δικοί μας άνθρωποι. Άνθρωποι της υπηρεσίας, που στόχο είχαν να τα αποδεκατίσουν τα αλητόπεδα. Είτε πληρωμένοι, που εξαγοράστηκαν, είτε πράκτορες που έβαλε η υπηρεσία αρχικά στις τάξεις των μιασμάτων. Δεν υπάρχει τίποτα! Τίποτα, κατάλαβέ το! Ή πας με την υπηρεσία, ή σε τρώει το μαύρο χώμα. Γιατί το χώμα είναι του σατανά. Αυτός διαφεντεύει τα κουμούνια!
Όλα αυτά ευτυχώς όμως είχαν περάσει. Ήταν ένα τραγικό, ένα αιματοβαμένο παρελθόν. Οι άγγλοι και οι χωροφύλακες είχαν αποθήσει τους ΕΑΜίτες έξω από την Αθήνα. Όσοι είχαν παραμείνει κρύβονταν, για να αποφύγουν τα πογκρόμ. Ο Κώστας πλέον δεν σκώτωνε άλλο. Της το είχε πει ξεκάθαρα, του το είχε ανακοινώσει η υπηρεσία. Θα τους στρίμωχναν μακρυά, έξω από την Αθήνα σε κάποια βουνά. Είχαν αρχίσει να έρχονται νέοι άνθρωποι, ειδικοί, που έδιναν πλέον εντολές. Θα φρόντιζαν οι κόκκινοι να πάρουν στην αρχή πάνω τους, έτσι για να βγάλουν αναποτελεσματική την Ιντέλιτζενς και τους Άγγλους. Μετά, κάτω από την πίεση της κατάστασης, θα ανελάμβαναν αυτοί, και θα ξωπετάγανε οσα μιάσματα κατάφερναν να μην τα πάρει ο χάρος, έξω από τη χώρα. Μετά θα ερχόταν η διαρκής ειρήνη. Η χρυσή εποχή της ανοικοδόμησης και της χαράς. Της ανεμελιάς και της ευτυχίας. Ο Κώστας είχε αρχίσει, μετά την επιστροφή του βασιλιά, να πίνει νερό στο όνομα του Παπάγου. Του το είχε σφυρίξει η υπηρεσία.
Συνεχίζεται...
21 Φεβρουαρίου, 2009
ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΕΥΟΜΕΝΟΙ
Οι δυνάμεις που κυοφόρησαν τον Αδόλφο Χίτλερ κινήθηκαν με βάση την στρατηγική "Δημιούργησε ένα πρόβλημα και μετά πείσε τους ότι έχεις τη λύση του στα χέρια σου". Η πλέον αποδοτική και σίγουρη μέθοδος επιβολής προαποφασισμένων εξελίξεων είναι η δημιουργία τεχνητών κρίσεων και επιβολή ξεπεράσματος τους με τον επιθυμητό τρόπο. Οι σκλάβοι δέχονται την "ευεργεσία" με ευγνωμοσύνη.
Αυτή η μέθοδος αποτελεί ένα από τα πάγια - και στην ουσία ένα από τα πλέον τετριμμένα - τεχνάσματα της εξουσίας. Άσχετα το πόσο "θεαματικά" μπορεί να είναι τα σενάρια που εφαρμόζονται. Αυτό το ζήσαμε πολύ γλαφυρά με την μεταπολίτευση και την "αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα", με απώλεια ακόμη για μια φορά εθνικού χώρου και μάλιστα κατά την περίοδο όπου ίσχυε το δόγμα Ζόνενφελντ, σύμφωνα με το οποίο οι υπερδυνάμεις είχαν συναποφασίσει να μην γίνει βίαια αλλαγή των ισχυόντων συνόρων.
Κοιτάζοντας το αυγόφιδο, το χρώμα του κέλυφους προδίδει το είδος του κυοφορούμενου ερπετού. Ανάλογα με το τι κλιμακώνεται, τι είδους χαρακτήρα έχει δηλαδή η κρίση που υποβάλεται, μπορούν να βγουν συμπεράσματα, για ποιά κατάσταση έχει προγραμματιστεί να επιβάλει το προαποφασισμένο, προγραμματισμένο και ενεργούμενο ξεπέρασμά της.
Οι "πεφωτισμένοι" πάντοτε συνηθίζουν να δίνουν το στίγμα τους, δήθεν προβλέποντας, στην ουσία προαναγγέλοντας, τον χαρακτήρα των επερχόμενων εξελίξεων. Η κ. Διαμαντοπούλου, έξοχο μέλος της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ, στην γνωστή της συνέντευξη πριν από τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, είχε δώσει πολύ συγκεκριμένα το στίγμα των επερχόμενων γεγονότων. Κατ' αναλογία και η κ. Ψαρούδα-Μπενάκη είχε προβεί σε διακύρηξη προγράμματος των "Πεφωτισμένων" κατά την προσφώνηση του κ. Παπούλια, ως νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Και τα δυο γεγονότα υπάρχουν βιντεοσκοπημένα, ας μου επιτραπεί να ισχυριστώ ΣΚΟΠΙΜΑ και είναι πολύ εύκολα προσβάσιμα στο διαδίκτυο.
Η Ελλάδα βρίσκεται αυτή τη στιγμή κάτω από την πίεση τριών μεγάλων καταστροφικών διαδικασιών, που θα ήταν σκόπιμο να γίνουν σκέψεις, ως προς το ποιό μύνημα αυτές υποβάλουν. Οι τρεις καταστροφές είναι:
1. Πυρκαγιές δασών με συνακόλουθη καλπάζουσα καταστροφή του οικοσυστήματος.
2. Ισχυρότατη διάδοση των σκληρών ναρκωτικών, που θερίζουν την νεολαία και ωθούν στη δυστυχία οικογένειες.
3. Ένας νέου είδους πολιτικός βανδαλισμός, χωρίς ομολογημένη συγκεκριμένη πολιτική στόχευση, που αποσκοπεί αποκλειστικά στην ικανοποίηση ψυχολογικού μένους. Αυτή η διαδικασία βρίσκει την κορύφωσή της στη νέου είδους τρομοκρατία, που γιγαντώνεται σπερματικά αυτή την περίοδο. Οι ιθύνοντες όχι μόνο αδυνατούν, ΑΛΛΑ ΟΥΤΕ ΣΚΟΠΕΥΟΥΝ ΝΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΟΥΝ στην νέα λαίλαπα. Αρκεί να λάβει κάποιος υπ' όψει του, τα όσα είπε στη συνέντευξή του ο κ. Ζαγορίτης στο δελτίο ειδήσεν των 8 του Μέγκα εχθές, για να πειστεί ότι:
1. Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΔΕΝ ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΗΨΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΝΕΩΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΧΤΥΠΗΜΑΤΩΝ. Ο κ. Ζαγορίτης ισχυρίστηκε επ' αυτού, ότι είναι "κυβερνητικός" και όχι "υπηρεσιακός". Λες και η Κυβέρνηση, το Υπουργείο Εσωτερικών και οι κυβερνητικοί υπεύθυνοι για τα σώματα ασφαλείας και την εθνική ασφάλεια, ούτε υπευθυνότητα, ούτε αρμοδιότητα, ούτε καθήκον υπέχουν για την μελέτη του προβλήματος και τη λήψη μέτρων.
2. Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΑΛΛΑ ΟΥΤΕ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΙΚΡΗ ΠΡΟΘΕΣΗ ΝΑ ΕΚΠΟΝΗΣΕΙ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ. Την παρατήρηση του κ. Χρυσοχοΐδη, ότι η σύμπραξη των κομμάτων για την αντιμετώπιση του νέου και εξαιρετικά επικύνδυνου αυτού φαινομένου, μπορεί να γίνει μόνο στη βάση ενός κοινού προγράμματος και από κυβερνητικής πλευράς δεν έχει γίνει η παραμικρή πρόταση μέχρι στιγμής, αντιπαρήλθε ο κ. Ζαγορίτης χωρίς την παραμικρή αναφορά.
Αυτό αποδεικνύει ότι Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΔΥΝΑΤΕΙ ΗΘΕΛΗΜΕΝΑ ΝΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΙ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΤΑ ΤΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΑΝΑΦΕΡΘΗΚΑΝ, ΠΟΥ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΤΟΝ ΠΥΡΗΝΑ ΜΙΑΣ ΙΔΙΑΖΟΥΣΑΣ ΚΡΙΣΗΣ.
Τόσο στο θέμα των πυρκαγιών, όπου φάνηκε η πλήρης γύμνια της κυβέρνησης στο να κινητοποιήσει έστω τον ανεπαρκή, κουτσουρεμένο και αναποτελεσματικό κρατικό μηχανισμό που υπήρχε, με κορύφωμα να μην γίνει χρήση των τεθωρακισμένων, αντιπυρικών οχημάτων, που στάθμευαν στο στρατόπεδο της Ανδραβίδας, για να σωθούν άνθρωποι από την κόλαση της φωτιάς στην Ηλεία, όσο και στο θέμα όχι μόνο της πλήρους αδυναμίας στην καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών, αλλά με το αίσχος να ενέχεται σύμβουλος του Πρωθυπουργού στη παροχή βοήθειας σε ναρκεμπόρους, να καταδικάζεται από δικαστήριο γι αυτό και η κόρη του ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ.
Τι υποδειλώνει λοιπόν όχι μόνο η αδυναμία, ΑΛΛΑ Η ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΗΘΕΛΗΜΕΝΗ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ του κράτους να χειριστεί αυτές τις κρίσεις; ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΗΔΕΝΙΣΤΕΣ; ΟΙ ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΙ Η ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΠΟ;
Είναι προφανές, ότι όταν κλιμακώνεται οργανωμένα ο μηδενισμός, γιατί ειλικρινά δεν μπορώ να διακρίνω μια διαφορετική φιλοσοφία, τηρουμένων των αναλογιών, στις προκυρήξεις της "Σέχτας", από αυτή που διαπνέει τις δηλώσεις του κ. Ζαγορίτη περί "αντιμετώπισης" της τρομοκρατίας όσο αφορά την μηδενιστική εκφορά, το ζητούμενο δεν μπορεί να είναι παρά η καταράκωση των ισχυουσών αξιών.
Δηλαδή αυτό που ευαγγελίζεται ο προβοκάτορας δημιουργός της ταινίας ZEITGEIST με το πρόγραμμα των "Πεφωτισμένων" στο "The Venus Project", για να καταργηθούν όλες οι ισχύουσες αξίες, δηλαδή ο όποιος πολιτισμός. Την επιβολή ενός νέου χιτλερικού "μεσία", εν είδη Πολ Ποτ ή αντίχρηστου, που κυοφορείται για να επιβάλει τη "νέα τάξη" των υπονόμων.
14 Φεβρουαρίου, 2009
O ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ - DIE TRAUERREDE
Μετά από παράκληση φίλων παραθέτω τον επικήδειο λόγο από τον τελευταίο ασπασμό στον φίλο Δημήτρη. Πρώτα στα Ελληνικά και μετά στα Γερμανικά, όπως διαβάστηκε:
Nachdem einige mitrauernde Freunde den Wunsch geäßert haben, veröffentliche ich die Trauerrede, die beim Begräbniszeremonie von Dimitris verlesen wurde. (Ich bitte um Entschuldiging wegen der Verspätung, die durch meinen Trauer bedingt wurde).
Σεβάσμιοι Πατέρες,
Συνθρηνούντες αξιότιμοι κυρίες και κύριοι:
Πώς να βρεις τρόπο να χαιρετήσεις για πάντα ένα αδελφό και φίλο, όπως ο Δημήτρης;
"Το μεγαλείο της ψυχής σου μου επιβάλει την σιωπή", έγραψε κάποιος γι' αυτόν στο άκουσμα του ξαφνικού του θανάτου.
Στις 18 Ιανουαρίου μας άφησε ο άνθρωπος που εκτιμήσαμε βαθιά μέσα από την καρδιά μας, για την καλωσύνη, τους μειλίχιους τρόπους, την πρόσχαρη συμπεριφορά, τη ζεστή ανθρώπινη παρουσία του.
Ο Δημήτρης έδειξε σε όλους πόσο σπουδαίος μπορεί να είναι ο απλός λαϊκός άνθρωπος, αναδεικνύοντας τα απλά, λαϊκά χαρίσματα σε τρόπο ζωής και σύστημα αρετής.
Ξεκινώντας από το χωριό του, τη Μάνδρα, με τις πλέον ταπεινές προϋποθέσεις, χωρίς σπουδαία σχολική μόρφωση και με τα πλέον πενιχρά μέσα, μετά από περιπλάνηση στην Ελλαδική επαρχία με στόχο την απόκτηση της μόρφωσης, έφτασε στο Βερολίνο για να δώσει την μεγάλη μάχη. Χωρίς να πάρει βοήθεια από πουθενά, κατάφερε να ανατρέψει όλες τις δυσκολίες και να πάρει το πτυχείο του.
Σαν ανήσυχος και εργατικός αρχιτέκτων προσπάθησε με φιλότιμο τρόπο να σταθεί επαγγελματικά σε ένα κλάδο, που είναι περισσότερο από δύσβατος στο Βερολίνο. Θυμάμαι όταν διώχναμε μαζί τα ποντίκια από τα υπόγεια στο Σπαντάου, για να στήσουμε τα σχεδιαστήριά μας, με πόθο να κερδίσουμε ένα κομμάτι τίμιο ψωμί.
Η επιβίωση δεν ήταν καθόλου εύκολη για το Δημήτρη. Το εφαλτήριο της επιβίωσης ήταν το γραφείο περιθωριακής απασχόλησης των φοιτητών, TUSMA. Μετά ξεκίνησε η επίπονη επαγγελματική πορεία ενος μειλίχιου μαχητή της ζωής, που αντιμετώπισε τα πάντα με ένα τεράστιο χαμόγελο καρδιάς.
Τον Δημήτρη όλοι τον συμπάθησαν, πολλοί ήταν αυτοί που τον αγάπησαν πραγματικά. Η ξαφνική του αποδημία ήταν μια μαχαιριά, που μας προξένησε πληγή σε μόνιμη αιμορραγία.
Φίλε και αδελφέ Δημήτρη:
Θα σε θυμόμαστε με αίσθημα αγάπης και σεβασμού πάντοτε.
Σε λίγο η σωρός σου θα αποδωθεί στη γη, καθώς η ψυχή σου θα ταξιδεύει πάνω από τα νέφη.
Hochverehrte Väter,
Sehr verehrte mittraunde Damen und Herren:
Wie kann man die passenden Worte finden, um sich von einem Bruder und treuen Freund wie Dimitris für immer zu verabschieden?
"Die Größe deiner Seele zwingt mich zu schweigen", hat jemand als Kondolenzbeichte vermerkt, nachdem er über den plötzlichen Tod von Dimitris erfuhr.
Am 18 Januar hat uns ein Mensch verlassen, der unseren tiefen Respekt wegen seir Güte, seiner sanften, fröhlichen und gleichzeitig warmen Umgangsart bewirkt hatte.
Dimitris hat allen offenkündigt, wie großartig ein einfacher Mensch, der aus dem Schoß des Volkes entspringt, sein kann. Die einfachen alltäglichen Gaben hat er zu eigener Lebensweise und System von Tugent erhoben.
Er legte vor vielen Jahren von seinem Heimatdorf in Nordgriechenland mit ganz bescheidenen Mitteln und ohne bedeutende schulische Bildung los. Nach gewisser Wanderung bei den Bildungsstätten der Provinz kam er nach Berlin an, um den Kampf des Studiums auszuführen.
Ohne die geringste Hilfe aus jeglicher Seite zu emfangen, hat er alle Schwierigkeiten überwunden und sein Diplom ergattert.
Als ein gewissenhafter und unruhiger Architekt hat er versucht in einer Branche fußzufassen, die äußerst schwierig in Berlin ist und ohne die entsprechenden Anstregungen zu scheuen.
Ich kann mich daran erinnern, als wir in den Spandauern Kellern gemeinsam die Mäuse vertrieben, um unsere Zeichenbretter dort aufzustellen mit der Absicht ein ehrliches und schwerverdientes Brot uns zu ermöglichen.
Am Anfang sein Sprungbrett zum elementaren Einkommen hieß TUSMA. Danach schlug er den schwierigen beruflichen Laufbahn eines sanften Überlebenskämpfers, der alles und immer mit einem Lächeln, das tief aus der Seele stammte, zu bewältigen versucht hat.
Alle trugen Sympathie für Dimitris in sich. Viele haben ihn wahrhaft geliebt. Sein plötzliches Ableben hat eine tiefe wunde in uns gerießen.
Treuer Bruder,
Teurer Freund!
Wir werden immer an dich in Liebe und Respekt weiterdenken.
Wir wünschen dir gutes Geleit dort, wo sich auch Odysseus aufhält. Der Schicksal des Griechen ist der Schicksal von Odysseus. Und Ithaka war und bleibt die Seele aller guten Menschen. Da findet Dimitri seinen ewigen Platz.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)