13 Ιουλίου, 2021

ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ - "Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ" - ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

 

 

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ: " ΤΟ ΑΙΜΑ ΝΕΡΟ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ - ΚΙ ΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΔΕΝ ΠΙΝΕΤΑΙ"

    Μετά από τις τελευταίες εξηγήσεις τού στρατηγού και κυρίως μετά την προειδοποίηση τού Χλαπάτσα που ακολούθησε και οι οκτώ ανατρίχιασαν. Ένα συναίσθημα τούς κυρίευσε, που κατέβασε το αίμα στα πόδια τους. Το πρόσωπό τους σκοτείνιασε με την κουρτίνα, που κατέβασε η σκέψη, τι είδους ιστορία ήταν αυτή που έμπλεξαν. Πρώτος κινήθηκε ο Χλαπάτσας. Πήγε στο κουτί με τα πούρα, πήρε ένα και μετά πλησίασε σε απόσταση αναπνοής τον στρατηγό. “Τη φωτιά σου!” τού είπε, κοιτώντας τον με σκληρό βλέμμα. Ο στρατηγός κατάλαβε, ότι το καλύτερο που είχε να κάνει, ήταν να αποχωρήσει αμέσως. Φτάνοντας στην μπροστά στην θωρακισμένη πόρτα, έστρεψε το κεφάλι του προς τα πίσω και είπε: “Κύριοι σάς ευχαριστούμε θερμά για την διάθεσή σας να συμμετέχετε. Σάς εύχομαι γρήγορο άνοιγμα τού ψυγείου. Και μην ξεχνάτε, ότι αυτός που θα αναδειχθεί από την μικρή αυτή δοκιμασία ως ο πιο αρμόζων για την συνέχεια, θα ἀμειφθεῖ περισσότερο από πλουσιοπάροχα. Θα σάς το άναβα ευχαρίστως το πούρο, κύριε Χλαπάτσα είπε, αλλά μαζί μου έχω μόνον αναπτήρα. Τα σπίρτα βρίσκονται στην φρουτέρα". Η πόρτα άνοιξε τότε αυτόματα. Μετά από τρία δευτερόλεπτα ο στρατηγός είχε βγει και πόρτα έκλεισε. Ο Χλαπάτσας σήκωσε το χέρι του με τεντωμένο τον αντίχειρα. 

      Ο Χλαπάτσας φάνηκε έτοιμος να προβεί στην επόμενη αθυροστομία. Ενώ οι άλλοι είχαν μείνει αποσβολωμένοι, παρέμβηκε ο Πάρης Κουρεύης και τον έκοψε. “Κρίνω, ότι εγώ ως μαθηματικός πρέπει να σάς κάνω μια πρόταση, για βάλουμε τα πράγματα σε κάποια σειρά. Πρέπει να βιαστούμε όσο γίνεται. Κατ' αρχήν η πιθανότητα τού συγκεκριμένου συνδυασμού που ανοίγει το ψυγείο, έναντι κάθε άλλου συγκεκριμένου αριθμού από τις υπόλοιπες 999.998 περιπτώσεις, δεν είναι δυνατόν να σταθμισθεί. Όλοι οι αριθμοί είναι εξ ίσου πιθανοί. Άρα θα πρέπει να επιχειρήσουμε να ανοίξουμε την κλειδαριά με συστηματικό τρόπο, αποφεύγοντας τυχαίες επιλογές, που μόνον θα μάς μπερδέψουν. Μηδενίζουμε και τις πέντε ροδέλες και ξεκινάμε στρέφοντας την τελευταία στο 1. Μετά προχωράμε στο δύο και ούτω καθ' εξής. Στην ουσία έχουμε ελάχιστο χρόνο στην διάθεσή μας. Μετά από μερικές ώρες, χωρίς νερό και τροφή, η αντοχή μας θα ξεκινήσει να πέφτει συνεχώς. Δυόμιση μέρες είναι πολύ και να διαφυλάξουμε τις δυνάμεις μας. Θα χωριστούμε σε τέσσερις ομάδες με δυο άτομα η κάθε μια. Ο ένας θα γυρίζει την ροδέλα και ο άλλος θα τραβάει προς τα έξω την πόρτα. Η διάρκεια παρέμβασης κάθε ομάδας θα διαρκεί μια ώρα, οπότε θα έχει στην συνέχεια τρεις ώρες στην διάθεσή της να ξεκουράζεται. Ο κύριος Χλαπάτσας θα πρότεινα να μην συμμετέχει. Το μόνο που θα τον παρακαλούσα είναι να μην παρενοχλεί άσκοπα την διαδικασία. Επίσης σάς παρακαλώ να καπνίζετε κατά το δυνατόν λιγότερο. Μέσα στις συνθήκες στέρησης νερού, ας διασώσουμε τουλάχιστον το οξυγόνο στο χώρο, παρόλο που ο εξαερισμός φαίνεται να λειτουργεί χωρίς πρόβλημα”. Τότε πετάχθηκε ο Χλαπάτσας: “Φιλάρα, είσαι τετραπέρατος”, είπε. “Εγώ όμως θα συμμετέχω,  παρόλα αυτά. Θα αναλάβω την δουλειά να σάς λέω ανέκδοτα. Ξέρω χιλιάδες. Θα σάς φτιάχνω συνέχεια και θα αντέξετε”. “Σκάσε ρε κόπανε επί τέλους”, ξέσπασε ο δικαστής Χορίδης. “Αν το ανοίξεις το στόμα σου ξανά, θα σε κλάσω στην μούρη μέχρι να πνιγεῖς, ηλίθιε!”.

 

     Αυτός, που φαινόταν να είναι ο πλέον ήρεμος όλων, ήταν ο καθηγητής ιστορίας Μάνθος Χωριατίνης. Πήρε στην συνέχεια τον λόγο με μειλίχιο ύφος και χαμογελώντας, απευθύνθηκε προς τούς υπόλοιπους. “Αγαπητοί μου”, είπε, “χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τον κρίσιμο χαρακτήρα τής κατάστασής μας, θέλω να σάς διευκρινίσω, ότι αυτή δεν είναι τόσο τραγική και αδιέξοδη, όσο νομίζετε. Σαν καθηγητής ιστορίας σάς ενημερώνω, ότι υπάρχουν κάποια πράγματα, που αφορούν την ιστορία τής διεξαγωγής των πολέμων, που δεν διδάσκονται στις στρατιωτικές σχολές, παρά μόνον στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου γίνεται ακριβής μνεία περί αυτών. Ένα από αυτά, αφορά την δίψα των μαχητών κατά την διάρκεια μιας παρατεταμένης μάχης. Η Μάχη τού Μαραθώνος επί παραδείγματι δεν διήρκεσε περισσότερο από μιάμιση με δύο ώρες. Στην διάρκειά της ήταν το νερό στους μικρούς ασκούς των μαχητών μετά βίας μεν, αλλά εν τέλει επαρκές, για να ανταποκριθούν αυτοί στις ανάγκες τής σύγκρουσης. Σκεφτείτε όμως την μάχη που έδωσε ο Πύρρος στο Άσκλον. Οι σκληρές συγκρούσεις μεταξύ των δύο αντίπαλων στρατών ξεκίνησαν τότε περίπου στις 9 η ώρα το πρωί και συνεχίστηκαν με ένα άγριο εκατέρωθεν μακέλλεμμα ως την δύση τού Ηλίου. Η φοβερή εφίδρωση τών μαχητών και η δίψα τούς οδήγησε να πίνουν το αίμα των τραυματισμένων και σκοτωμένων αλόγων. Όσοι όμως δεν είχαν αυτήν την δυνατότητα, έπιναν το αίμα των σκοτωμένων στρατιωτών. Και αυτή η πρακτική ακολουθήθηκε κατά κόρον στην διάρκεια τής ιστορίας. Σάς γνωστοποιώ, ότι το ανθρώπινο αίμα έχει φοβερή ενέργεια. Μετά από πειράματα, που κάναμε, διαπιστώσαμε, ότι μόλις πενήντα κυβικά εκατοστά αίματος το πρωί και άλλα τόσα το απόγευμα επαρκούν, για να καλύψουν όλες τις ανάγκες σε ανθρώπους που δρουν κάτω από έντονο στρες. Θα πρέπει λοιπόν, κατά την διάρκεια των επόμενων δυόμιση ημερών να συνεισφέρουμε ο καθένας με λίγο περισσότερο από ένα ποτήρι αίμα συνολικά. Σιγά τον πολυέλαιο βρε αδελφέ. Πείτε, ότι κάνατε μια μικρή αιμοδοσία, για κάποιον συγγενή σας, που εγχειρίστηκε. Στο φινάλε, το κουτί τού φαρμακείου βρίσκεται δίπλα στην τηλεόραση. Το άνοιξα προηγουμένως και διαπίστωσα, ότι περιέχει όλα τα αναγκαία. Γάζες, επιδέσμους και υγρά αποστείρωσης.

     “Δηλαδή ρε προφέσορα, θα μάς κάνεις και βρικόλακες;”, ρώτησε σχετικά άγρια ο Χλαπάτσας. “Σκάσε, ρε αλητήριε”, βρυχήθηκε ο Χορίδης. “Εδώ ο άνθρωπος μάς ενημέρωσε για μια δυνατότητα, που θα μάς εξασφαλίσει να την βγάλουμε καθαρή, εδώ που έχουμε εμπλακεί και συ εξακολουθείς να λες ασυναρτησίες!”. Αλλά και ο τραπεζίτης Λυγουρέζος δεν φάνηκε να ενθουσιάζεται με την πρόταση τού καθηγητή. “Εγώ θα έλεγα ότι...”, πήγε να επιχειρηματολογήσει, αλλά τον έκοψε ο μουσικοσυνθέτης: “Έλα, χαλάρωσε, λίγο αίμα έχετε πιει οι τραπεζίτες;”, τού πέταξε. “Με τούς πλειστηριασμούς, πόσους έχεις οδηγήσει στην αυτοκτονία, ρε ευαίσθητε;”, τού είπε, κοιτάζοντάς τον με περιφρόνηση Το τελικό λόγο για την αποδοχή τής πρότασης διατύπωσε ο διευθυντής τής Εταιρείας Τσιμέντων και Χάλυβα: “Τσιμέντο να γίνει”, είπε. “Άνθρωποι είμαστε, δεν είμαστε από ατσάλι”.

     Ο μαθηματικός κτύπησε τα χέρια του και είπε με αποφασιστικότητα, “Εμπρός λοιπόν, ας μην σπαταλάμε χρόνο. Επί το έργον”. “Ξεκινάω με τον Βενιαμίν” είπε. “Εγώ γυρίζω την ροδέλα και ο Κουδούνης προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα. Κατ' αρχήν δοκιμάζουμε τα τέσσερα πρώτα νούμερα. Εσείς χρονομετρείτε, για να δούμε κατά πόσον ισχύουν τα πέντε δευτερόλεπτα για κάθε προσπάθεια”.

      Μετά την τέταρτη προσπάθεια, έγινε πανζουρλισμός. Η ροδέλα ήθελε πίεση για να γυρίσει και η χρονομέτρηση διήρκεσε αντί για είκοσι δευρόλεπτα συνολικά πενήντα πέντε δευτερόλεπτα. "Δυστυχώς, εάν απαιτηθεί να δοκιμάσουμε όλους τους συνδυασμούς, θα χρειαστούμε σχεδόν επτά μέρες", είπε με απογοήτευση ο μαθηματικός. Ο Χλαπάτσας έπαθε σχεδόν νευρικό κλονισμό και ξεσπάθωσε: "Τα κωλόπαιδα μάς την έπαιξαν", είπε. "Αν τούς πιάσω στα χέρια μου, θα τούς κάνω κομμάτια". "Πιάσε τους πρώτα και μετά βλέπουμε", σάρκασε ο καθηγητής. "Κύριοι, δεν έχουμε άλλη ελπίδα, από να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας, ίσως είμαστε τυχεροί, μπορεί να βρούμε τον συνδυασμό γρηγορότερα", συνέχισε, σφίγγοντας τα χείλη του. "Κωλόπαιδο, θα μάς στραγγίξεις τελείως. Στο τέλος δεν θα μείνει ούτε σταγόνα αίμα", ξεκίνησε να ωρείεται ο Χλαπάτσας.


ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ: Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΡΑ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

     Μετά από τρεις ημέρες υποβολής σε ένα πρωτόγνωρα ανελέητο στρες τα όρια τών εγκλεισμένων έχουν γίνει χειρότερα από λάστιχο. Η έλλειψη νερού και τροφής, η συνεχής απώλεια αίματος και οι επαναλαμβανόμενοι αυτοτραυματισμοί, η υπερβολική ένταση να παρακολουθούν τα γυρίσματα στις ροδέλες, που ενδιάμεσα έχουν υπερβεί τον αριθμό των 500.000 χιλιάδων χωρίς αποτέλεσμα, η εκ των πραγμάτων υποχρεωτική αιμοποσία, η έλλειψη έκθεσης στον ήλιο και στον εξωτερικό αέρα, αλλά και η εικόνα, που μεταδίδουν τα χλωμά πλέον πρόσωπα όλων, που είχαν γεμίσει με μικρά μαύρα στίγματα, οι λεκέδες με αίμα στα ρούχα τους, στα έπιπλα και στο πάτωμα έχουν μετατρέψει τον χώρο σε φοβερό κολαστήριο. Όμως τα βάσανα, τα οποία καλούνται να υπομείνουν, μέχρι να βρουν επί τέλους τον συνδυασμό, που εξακολουθούσαν να θεωρούν ως μόνη δυνατότητα διεξόδου, δεν περιορίζονται σε αυτά. Εδώ και κάποιες ο ώρες, ο Χορίδης έχει πέσει σε κόμμα χωρίς να επανέρχεται. Η έκφραση τού προσώπου του ήταν φρικιαστική. Μια υπερβολική δυσοσμία έχει κυριαρχίσει στον χώρο. Ο Μελίδης διακατεχόταν κατά την διάρκεια τής προηγούμενης ημέρας από καλπάζουσα μανιοκατάθλιψη. Σε κάποια φάση, αφού κτύπησε αρκετές φορές με βία το κεφάλι του στον τοίχο, άνοιξε το συρτάρι με τα μαχαιροπήρουνα και έβγαλε ένα μαχαίρι για να αυτοκτονήσει. Οι υπόλοιποι τον παρακολουθούσαν έντρομοι, με εξαίρεση τον Χλαπάτσα, που βρισκόταν πίσω του. Αυτός πήρε μια καρέκλα και κτύπησε άγαρμπα τον Μελίδη στο κεφάλι. Αυτός σωριάστηκε στο πάτωμα. Μετά τον έδεσαν, σκίζοντας δυο σεντόνια, τον φίμωσαν και τον έριξαν επάνω σε μια πολυθρόνα. Αυτός όμως, μετά από δυο ώρες ανάκτησε τις αισθήσεις του και ξεκίνησε να βογγάει μουγκρίζοντας, ανεβάζοντας την νευρικότητα στον χώρο στα ύψη. Στην συνέχεια ξεκίνησε να κατουράει και να αποπατεί κάτι παράξενο, που επέφερε μια απαίσια δυσοσμία στον χώρο. Το χειρότερο όμως ήταν η αύρα, που εξέπεμπαν όλοι χωρίς εξαιρέσεις. Το μεγαλύτερο βασανιστήριο ήταν σε όλους η ιδέα, ότι είχαν εγκλωβιστεί με την συγκατάθεσή τους σε αυτή την αίθουσα των κολασμένων, στα πλαίσια μιας δημοκρατικής και ανοικτής, φιλελεύθερης κοινωνίας, που προηγουμένως θεωρούσαν κορωνίδα κοινωνικής οργάνωσης. Χαρακτηριστικό ήταν αυτό που πέταξε σε κάποια φάση ο Χωριατίνης, ανοίγοντας το στόμα του, για να προβάλει μια οδοντοφυία, που θύμιζε νεκρό: “Αν τόλμαγε κάποιος, να περιγράψει την κατάσταση εδώ μέσα, πρέπει να είχε πιο νοσηρή έκφραση ακόμη και από το καθίκι τον Ντε Σαντ”, είπε, κοιτάζοντας προς το πουθενά.

 


 

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ: ΕΒΔΟΜΗ ΗΜΕΡΑ ΣΤΟ ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟ. ΖΗΤΩ Ο ΝΕΟΣ ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΗΣ

    Η κατάσταση κατά την έβδομη ημέρα παραμονής στο κολαστήριο δεν περιγράφεται. Όλοι είχαν καταντήσει κάτι χειρότερο από ανθρώπινα κουρέλια. Ο μόνος που διατηρούσε την επιμονή του, εξακολουθώντας τις προσπάθειες να εντοπίσει τον συνδυασμό, ήταν ο Κουρέβης, παρόλο που είχαν δοκιμασθεί ήδη 999.952 συνδυασμοί. “Τα μαθηματικά δεν με διαψεύσανε ποτέ μέχρι σήμερα. Άνοιξε μωρή σκατοκασέλα!”, γρύλισε. ”Άντε να πεθάνουμε, για να πάμε επί τέλους στην κόλαση”, τού φώναξε ο Κουδούνης. “Εκεί θα είναι σίγουρα καλύτερα από δω”. 

     Στην συνέχεια πήρε ο Χλαπάτσας τον Λυγουρέζο ιδιαίτερα και τού ψιθύρισε εμπιστευτικά: “Κοίταξε μαγκίτη, εσύ φαίνεσαι καλό παιδί. Εγώ ξέρω από βέσπα, μια ζωή χωμένος στις μαλαγανιές είμαι. Το παιχνίδι είναι σικέ. Η πόρτα τών αληταράδων δεν πρόκειται να ανοίξει με τίποτα. Κι αν άνοιγε, το μόνο που θα βρίσκαμε μέσα, θα ήταν μερικές οκάδες σκατά. Σε λίγα λεπτά αυτό θα φανεί, κι άντε μετά να συμμαζέψεις αυτά τα καθίκια. Δεν ξέρω πόσο θα χρειαστεί να παραμείνουμε ακόμη εδώ μέσα, αν βγούμε ποτέ από αυτό το κωλοχανείο. Όμως για να την βγάλουμε, θα χρειαστούμε αίμα. Πολύ αίμα ακόμα. Το μόνο που απομένει, είναι να τους καθαρίσουμε. Έτσι θα έχουμε αποθέματα για καιρό. Πιο επικίνδυνος είναι ο Κουρέβης , που είναι ξύπνιος και ψωμωμένος. Πρέπει να του επιτεθούμε ταυτόχρονα και οι δυο με τα μαχαίρια, αφού δοκιμάσει το τελευταίο νούμερο. Οι υπόλοιποι είναι ψοφίμια. Αυτούς τους τελειώνω και μόνος μου”, είπε. Λέγοντας αυτά ο Χλαπάτσας, είχαν μακρύνει οι κυνόδοντές του και προεξήχαν ελαφρά.

    Μετά από μισή ώρα είχα γεμίσει ο χώρος λίμνες αίματος. Ο Χλαπάτσας και ο Λυγουρέζος είχαν σωριαστεί στους δυο καναπέδες ανασαίνοντας βαριά. Τα μάτια τού Χλαπάτσα γυάλιζαν. Ξαφνικά σήκωσε το βάζο από το τραπέζι και χτύπησε με δύναμη τον άλλον στο κεφάλι. “Φιλαράκι”, είπε, “όπως κάθησε η μπίλια, όταν τελειώσουν τα αποθέματα, κάποιος από τούς δυο μας θα προσπαθήσει να καθαρίσει τον άλλον. Καλύτερα να τελειώνουμε τώρα”. Μετά γονάτισε στο πάτωμα και ξεκίνησε να γλύφει το αίμα. “Αίμα ρε πουστάρια”, φώναζε σε κατάσταση ολοκληρωτικής τρέλας, “θέλω αίμα και τίποτε άλλο, γαμημένοι”.

    Τότε άνοιξε η θωρακισμένη πόρτα και μπήκε μέσα ο στρατηγός. Πλησίασε τον Χουλιάρα και τού είπε “Τα συγχαρητήριά μου, είστε ο νικητής αυτού τού προγράμματος. Ένα λαμπρό μέλλον θα είναι δικό σας”. Τότε ο Χουλιάρας φώναξε, “Αίμα μωρή κουφάλα, αίμα θέλω” και μετά τού άρπαξε το χέρι και το δάγκωσε. Ο στρατηγός έδωσε τότε μια γερή κλωτσιά στα μαλακά τού Χουλιάρα. Αυτός ξεκίνησε να φωνάζει γοερά, σφαδάζοντας από τούς πόνους. “Μην ανησυχείτε” τού είπε, “θα αποζημιωθείτε γρήγορα. Τώρα θα πάμε σε ένα κτήριο εδώ κοντά, για να γίνει η ενθρόνισή σας. Όλο το αίμα τού θυσιαστηρίου θα είναι μόνον για σας. Αίμα φρέσκο και πρώτης ποιότητος”. Τα ουρλιαχτά όμως τού Χουλιάρα είχε σκεπάσει ήδη το άσμα μιας πομπής πολλών, που φόραγαν μακρυά μαύρα καφτάνια, κουκούλες και μάσκες. Στο ένα χέρι βάσταγαν αναμμένους πυρσούς και στο άλλο ένα δοχείο με μυρωδικά που καίγανε. “Ζήτω ο Νέος Μέγιστος Ιεροξεταστής”, τραγουδούσαν.

     Ένας φοβερός κρότος ακούστηκε στην συνέχεια. Οι τοίχοι έτριζαν και έπεφταν κομμάτια από το ταβάνι. Πριν προλάβουν να να κινηθούν οι εισελθόντες, το κτίριο είχε ανατιναχθεί και είχε μετατραπεί σε μπάζα.

 

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ: ΝΑΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ Η ΓΕΡΑΚΙΝΑ 

    Δυο τετράγωνα πριν το ανατιναγμένο κτήριο καθόταν στο πεζοδρόμιο ένας ρακένδυτος ζητιάνος. Φόραγε μαύρα γυαλιά και έπαιζε φυσαρμόνικα. Μπροστά είχε τοποθετήσει ένα λευκό καπέλο, για να μαζεύει τις ελεημοσύνες των περαστικών. Δυο λεπτά μετά την ανατίναξη έβγαλε από μια σακούλα την θήκη τής φυσαρμόνικας και τοποθέτησε μέσα σε αυτήν ένα μικρό τηλεχειριστήριο.

   Από το βάθος του δρόμου πλησίαζε μια ηλικιωμένη κυρία, που υποβάσταζε ένας έφηβος. "Πάμε να φύγουμε απο δώ, είναι επικίνδυνα παιδί μου", είπε. Το παλικαράκι την κοίταξε και τής είπε: "Δες μανούλα το κακομοίρη τον τυφλό εκεί πέρα. Δεν κουνήθηκε καθόλου, όταν έγινε η έκρηξη. Πρέπει να είναι και κουφός. Έχω κάτι ψιλά από τα ρέστα. Πάμε να τα δώσω στον καημένο και μετά εξαφανιζόμαστε". Αφού πλησίασαν τον ζητιάνο, ο νεαρός έριξε μερικά ψηλά στο καπέλο. Απομακρυνόμενοι , τον ρώτησε η γυναίκα: "Ποιός είναι ο σκοπός, που παίζει με την φυσαρμόνικα, αγόρι μου, ο ζητιάνος. Νομίζω ότι είναι η Γερακίνα, που χόρευα μικρή". "¨Οχι μανούλα", απάντησε το παλικαράκι. "Είναι το WE SHALL OVERCOME. Τραγούδι, που έλεγαν παλιά οι σκλάβοι στις φυτείες τού Νότου, όταν τους άφηναν χωρίς νερό όλη τη μέρα να μαζεύουν μπαμπάκι".

 



Εύχομαι στο τηλεθεάμον κοινό, με τις υγείες σας.

Και μην παραβλέψετε, ότι καθ' όλη την διάρκεια τής αφηγήσεως, δεν έγινε το παραμικρό διάλειμμα, για να μπούνε διαφημήσεις.

Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια: