09 Φεβρουαρίου, 2008

58. BERLINALE - Η ΑΘΕΑΤΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ

Η διαφημιστική αφίσσα του δεύτερου προγράμματος τηλεόρασης (ZDF) για το 58. φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου.
Χρυσά φόντα, χρυσές αρκούδες, κόκκινες τουαλλέτες, γκλαμουριά και δε συμμαζώνεται. Με το χέρι κλείνει η κυρία το ένα μάτι. Υποννοεί το δεύτερο πρόγραμμα, ή την ηθελημένη μονομερή τύφλωση, απέναντι σε αυτά που δεν θέλουμε να γίνονται ορατα;


Η ανωτέρω φωτογραφία δεν αποτελεί σκηνή από κάποιο Film Noir που συμμετέχει στο Φεστιβάλ, αλλά αποτελεί απεικόνηση του θλιβερού σενάριου της καθημερινής πραγματικότητας, που ζουν οι πολυπληθείς άνεργοι στην πόλη. Η πλειοψηφία τους δεν θα μπορέση να επισκεφθή το Φεστιβάλ, όχι μόνο διότι δεν μπορεί να διαθέση το ποσό για το εισητήριο στην προβολή κάποιας ταινίας, αλλά διότι δεν διαθέτει ούτε το εισητήριο μετάβασης στο χώρο διεξαγωγής.


Τα καλωσορίσματα και οι μεγαλόστομοι δεκάρικοι ανήκουν στις πρώτες σελίδες των φεστιβαλικών τελετουργιών. Δεκαετίες τώρα σ΄αυτή την πόλη, η συνεχής επανάληψις των ίδιων τετριμένων αναφορών, έχει εθίσει τη βαραιμάρα μας, όχι μόνο στην έλλειψη εφευρετικότητας των διοργανωτών, να πούν δυό πράγματα μεστά, προλογίζοντας αυτό το σημαντικότατο πολιτιστικό γεγονός, αλλά και στην έλλειψη κουλτούρας, που τις χαρακτηρίζει.

Πάγια είναι η αναφορά στην σημασία του Φεστιβάλ για την οικονομική ζωή της πόλης. Το πάλαι ποτέ Βερολίνο ανθούσε σε όλους τους τομείς, παρά ή και ένεκα ίσως της ομηρίας του εγκλοβισμού του στο περιώνυμο τείχος.
Μια ζωντανή πόλη, που η απειλή του τείχους είχε οδηγήσει τις γερμανικές κυβερνήσεις, να το προσέχουν ως κόρη οφθαλμού, για να αντιστρέψουν την μαζική έξοδο των κατοίκων του, που είχε αρχίσει να συντελείται στα μέσα τις δεκαετίας του 60. Το Βερολίνο είχε θεωρηθεί εθνική υπόθεση. Επιχειρήσεις και εργαζόμενοι επιδοτούντο πλουσιοπάροχα. Μια ισχυρή κοινωνική υποδομή, εγγυόταν μια στοιχειώδη εξασφάλιση σε όλους.

Η Βιομηχανικές μονάδες, που παραδοσιακά είχαν τη βάση της στο Βερολίνο, ενισχύθηκαν θεαματικά μετά τον πόλεμο. Η Siemens αποτελούσε ολόκληρη πόλη μέσα στην πόλη, τη "Siemensstadt". Αλλά και όλοι οι μεγάλοι, πέραν από την Osram, AEG, Schaub-Lorenz, που βρίσκονταν παραδοσιακά εδώ, είχαν θεωρήσει εθνικά και οικονομικά σύμφορο, να συμμετέχουν με αξιόλογες μονάδες παραγωγής στο Βερολίνο.
Το κενό της έλλειψης της παρουσίας της χημικής βιομηχανίας στην πόλη, κάλυψε η ίδρυση κολοσιαίων μονάδων της φαρμακοβιομηχανίας Schοering.

Αλλά και τα Πανεπιστήμια του Βερολίνου, με την αίγλη τους, το φιλελεύθερο προσανατολισμό τους και την γενναιόδωρη παραχώρηση θέσεων σπουδών, όπως και το ευρύ φάσμα της ανώτερης εκπαίδευσης σε συνδυασμό με το απλόχερο σύστημα υποτροφιών, είχαν καταστήσει το Βερολίνο πόλο έλξης του φοιτητόκοσμου.
Η απαλλαγή όχι μόνο των Βερολινέζων, αλλά όλων των γερμανών, που είχαν δηλωμένη μόνιμη κατοικία στο Βερολίνο, από τη στρατιωτική θητεία, λόγω του ειδικού του καθεστώτος, είχαν μετραψει την πόλη σε ζωντανό κέντρο μιας ατίθασης νεολαίας. Δεν είναι τυχαίο ότι το Βερολίνο πρωτοστάτησε στα μοιραία γεγονότα του 68, όχι μόνο στη Γερμανία.

Η ανάπτυξη της Βιομηχανίας είχε φέρει στην πόλη στρατειές ξένων εργατών, που είχαν στην κυριολεξία καταλάβει ολόκληρες περιοχές. Ο πολύχρωμος τρόπος της εθνικής τους διαβίωσης έσπαγε την κρούστα των στείρων γερμανικών προδιαγραφών. Η υποβάθμιση των συνοικιών αυτών από την πλευρά του κράτους στη συγκρότηση των υποδομών, έκανε ιδαίτερα φτηνό εκεί το κόστος της στέγασης. Ήταν μοιραίο να συγκεντρωθούν στις ίδιες περιοχές οι ανήσυχοι νεολαίοι, οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι.
Στις συνοικίες, όπως το Kreutzberg, μπορεί να έμεναν οι οικονομικά ασθενέστεροι, ή και οι κοινωνικά περιθοριοποιημένοι. Όμως αυτές έσφιζαν από ζωή. Έδιναν την εικόνα ενός μόνιμου πανυγυριού.
Αλλά και σε πολλές μικροαστικές περιοχές, που βρίσκονταν κοντά στα πανεπιστήμια υπήρχε μια πολύχρωμη καθημερινή ζωντάνια, μια χαρωπή παγκοσμιοποίηση, τελείως διαφορετική από το κακέκτυπο που ζούμε σήμερα, μέσα σ΄ένα απάνθισμα κουζίνας, μουσικής και κίνησης ιδεών. Με μια λέξη υπήρχε λαϊκή κουλτούρα, με μαζική, ανεμπόδιστη συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, γερμανών και ξένων.

Αναμφίβολα στις δεκαετίες του 60, του 70 και του 80 Βερολίνο ήταν μια ανοιχτή πόλη. Ένα καμίνι κουλτούρας, όπου η διεξαγωγή του Φεστιβάλ κινηματογράφου, ταίριαζε απόλυτα στο σκηνικό της. Δύσκολα θα μπορούσε να βρή κανείς πιο κατάλληλο κοινό για μια τέτοια διοργάνωση.
Οπωσδήποτε ένα Φεστιβάλ κινηματογράφου είναι ένα μεγάλο διεθνές γεγονός. Στηρίζεται κύρια σ΄αυτούς που έρχονται από έξω, για να συμμετέχουν, να παρουσιάσουν, να προβάλουν, να ενημερωθούν, να εμπορευθούν. Δεν μπορεί όμως - παρά το διεθνή χαρακτήρα του - ένα φεστιβάλ να διεξάγεται μέσα σε μια πόλη, αλλά ταυτόχρονα έξω από τα δεδομένα της, κυριότερο των οποίων, δεν μπορεί να είναι τα οικονομικά της υποκείμενα, αλλά οι φίλοι του κινηματογράφου μεταξύ των κατοίκων της. Το ζωντανό κινηματογραφόφιλο κοινό της.

Δεν μπορούμε να παραδούμε ότι στην εποχή μας ο κινηματογράφος αποτελεί, δίπλα στη μουσική, εκείνη τη μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, που βρίσκεται πιο κοντά στον καθημερινό άνθρωπο.
Ο προβληματισμός και τα αισθητικά ερεθίσματα που μεταδίδει ο κινηματογράφος, όταν χαρακτηρίζεται από κάποια διάθεση ποιότητος, αποτελεί γνήσια καθημερινή κουλτούρα, προσιτή και εύλιπτη από το πλατύ κοινό, που συχνά βρίσκεται στον αντίποδα της μαζικοποιημένης τηλεθέασης.
Ενα φεστιβάλ κινηματογράφου, που διεξάγεται μέσα σε μιά πόλη, είναι αδιανόητο να αφήνη απ΄έξω τον κορμό των κατοίκων της, λόγω της ένδειας.

Από την πτώση του τείχους όμως και εντεύθεν μιλάμε στο Βερολίνο για μια άλλη πόλη.
Ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 70 είχε επέλθει μια πλέον του επιθυμητού σταθεροποίηση του πληθυσμού της πόλης. Η έλξη που εξασκούσε σε συνδυασμό με τις περιορισμένες δυνατότητες απορρόφησης εποίκων στα περιτειχισμένα της όρια, έδειχναν ότι ο αριθμός των κατοίκων είχε υπερβεί τους επιθυμητούς στόχους. Η αίσθηση σταθερότητας και η κρατική μέριμνα είχαν ενισχύσει την τάση δημιουργίας οικογένειας και τεκνοποίησης. Η παρουσία των ξένων και οι μικτοί γάμοι συγκροτούσαν ένα κοινωνικό περίγυρο ευνοϊκό απέναντι στην αντίληψη της μητρότητας, που είχε υποστεί σχετική καθίζηση από το κίνημα χειραφέτησης, που είχε προηγηθεί. Οι στατιστικές τεκμηρίωναν την εξασφάλιση της ισόρροπης μελλοντικής πληθυσμιακής εξέλιξης.

Μέσα σ΄αυτά τα πλαίσια και κάτω από την πίεση ανταγωνισμού που εξασκούσαν οι νεοσυγκροτιθείσες ασιατικές "τίγρεις", έπαψαν τότε οι "πατριώτες" μεγαλοεπενδυτές να θεωρούν καθήκον την οικονομική ενίσχυση του Βερολίνου. Την πολιτική προσέλκυσης ξένων εργατών, διαδέχτηκε η πολιτική εφαρμογής κινήτρων για τον επαναπατρισμό τους.

Ένα τεράστιο κύμα πτωχεύσεων άρχισε να παρασύρη τη μια μετά την άλλη τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες. Η εξαγωγή των επενδύσεων σε χώρες φτεινότερου εργατικού κόστους κυριάρχησε, αποτελώντας τον νεκροθάφτη της βιομηχανικής παραγωγής στην πόλη.
Παντού ακολούθησαν περικοπές των κρατικών δαπανών. Κλιμακούμενες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις με εντατικοποίηση των σπουδών, απέκλεισαν από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα τους φοιτητές που έπρεπε παράλληλα να εργάζονται.
Το Βερολίνο έπαβε βήμα-βήμα να είναι αυτό που ήταν. Μια νέα κοινωνική σύνθεση και μια άλλη αντίλληψη ζωής κέρδιζαν έδαφος.

Η πτωτική πορεία κορυφώθηκε με την πτώση του τείχους, που χώριζε τις βετρίνες των δύο μπλόκ.
Ο όρος "επανέωση" αποτελεί ψέμα. Τόσο οι δυτικοί όσο και οι ανατολικοί μιλάνε για απορρόφηση. Ότι ήταν ανατολικό θεωρήθηκε κακό. Σύνολη η οικονομία της ανατολικής Γερμανίας καταδαφίστηκε.

Η μεταβατική περίοδος της απορρόφησης λειτούργησε κάπως ομαλά με τις τεράστιες επενδύσεις που έλαβαν χώρα στον κατασκευαστικό κλάδο. Αφ΄ενός έπρεπε να μπή λίγο χρώμα στις μαύρες προσόψεις των κτηρίων του "υπαρκτου σοσιαλισμού", για να φανή εξωτερικά ότι κάτι καλυτέρεψε.
Αφ΄ετέρου έπρεπε να φτειχτή η νέα μεγάλη Ντύσνεϋλαντ του Βερολίνου. Γιατί ενώ το πραγματικό, το ζωντανό Βερολίνο είχε καταστραφεί συνειδητά, έπρεπε να φτειαχτεί μια νέα επιδερμική ατραξιόν για τους τουρίστες.
Σήμερα οι τουρίστες μπορεί να ενθουσιάζονται επισκεπτόμενοι αυτή ατραξιόν αλλά αυτοϊκανοποιόυνται με μια οφθαλμαπάτη. Διότι δεν αντικρύζουν ίχνος από το πραγματικό Βερολίνο. Την ανοιχτή πόλη, μέσα στην οποία γιγαντώθηκε μια πολυπολιτισμική κουλτούρα, ως δώρο συγκυριών που παρήλθαν.

Σήμερα το 60% των κατοίκων του Βερολίνου ζούνε από κρατικές παροχές. Επίδομα ανεργείας, κοινωνικό βοήθημα, συντάξεις. Πρόκειται για μια πόλη φτωχών. Ένα στα τέσσερα παιδιά υποσιτίζεται. Σε πολλά σχολεία έχουν οργανωθεί συσσίτια για να αντιμετωπιστή το πρόβλημα.
Είναι βέβαιο ότι και κατά τη διάρκεια ενός σύντομου ταξιδιού με το μετρό, θα μπή στο βαγόνι κάποιος ζητιάνος.
Οι άστεγοι αριθμούν 40.000 στη μητρόπολη του γερμανικού θαύματος.
34ο.οοο άνθρωποι βρίσκονται στο κεντρικό αρχείο ωφειλετών, αδυνατώντας να πληρώσουν τα χρέη τους. Δεν τους επιτρέπεται να κατέχουν τίποτε.

Τα φορολογικά έσοδα του γερμανικού κράτους αριθμούσαν το 2005 360 δις. Το 2007 αριθμούσαν 540 δις. Ενα κράτος με καλπάζοντα πλουτισμό και πολίτες που καθημερινά φτωχαίνουν περισσότερο.

Πίσω από τη γκλαμουριά του φεστιβάλ, κρύβεται το πραγματικό Βερολίνο, που ζεί στα όρια της φτώχειας.
Και ακόμη πιο πίσω κρύβεται το φωτεινό παρελθόν του. Μια πόλη πραγματικά κουλτουριάρικη και αξιαγάπητη.

Τριανταπέντε χρόνια εδωχάμω - ψυχή και σώματι - δεν μπορώ παρά να επαναλάβω τη διακύρηξη του Τζον Κένεντυ μπροστά στο δημαρχείο της πόλης την εποχή του ψυχρού πολέμου: ICH BIN EIN BERLINER.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου